Η τελευταία προθεσμία

στο ΤΜΗΜΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΝ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ
emergency-1

Μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας και στα περιστατικά που κυκλικά επαναλαμβάνονται, μια γενική εφημερία έχει πάντα το στοιχείο της έκπληξης, που σε κρατά σε εγρήγορση και δεν σε αφήνει να πλήξεις. Άνθρωποι τελείως άγνωστοι, που τους βλέπεις για πρώτη φορά, ίσως και τελευταία, έρχονται σε κάποιον, επίσης άγνωστο, αναζητώντας βοήθεια και λύση στο πρόβλημά τους. Ενώ λοιπόν ο χρόνος και το φορτίο της αναμονής πιέζουν ασφυκτικά, η εξέταση και η αξιολόγηση των ασθενών αρχίζουν πριν ακόμα ξεκινήσει η λήψη του ιστορικού. Πολλές φορές αρκεί και μόνο να δεις κάποιον, για να μπορέσεις να βγάλεις χρήσιμα συμπεράσματα.
Με το βλέμμα γεμάτο αγωνία αλλά και αποφασιστικότητα έσπρωξε τη δίφυλλη πόρτα του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών ένας άντρας γύρω στα εξήντα, μπήκε στην αίθουσα εξέτασης και με ιδιαίτερα γρήγορο βήμα κατευθύνθηκε προς το μέρος μου. Τα γκρίζα μαλλιά του, πρόχειρα χτενισμένα, κάλυπταν το μέτωπό του, ενώ τα ρούχα του ήταν αρκετά επίσημα για την περίσταση. Δεν πηγαίνουν πολλοί στο νοσοκομείο με σακάκι και γραβάτα. Ακόμα δεν ήμουν σίγουρος αν ήταν ο ίδιος ασθενής ή είχε έρθει για να ρωτήσει για κάποιον άλλον. Αν και δεν φαινόταν να πάσχει, το άγχος και η αγωνία στο βλέμμα του αλλοίωναν τα ευγενικά χαρακτηριστικά τού προσώπου του.
Με το χέρι μου έδειξα την καρέκλα δίπλα στο γραφείο, του ζήτησα να καθίσει και ρώτησα πώς θα μπορούσα να βοηθήσω.
- Γιατρέ, πρέπει να μάθω οπωσδήποτε τι συμβαίνει, μου είπε βιαστικά.
- Γι’ αυτό είμαστε εδώ. Τουλάχιστον θα προσπαθήσουμε. Πείτε μου όμως, τι έγινε; Τι πάθατε; Δεν χρειάζεται βιασύνη.
Το τελευταίο βέβαια δεν ήταν απόλυτα αληθινό, αλλά η υπερένταση, το άγχος και η πίεση δεν βοηθούν κανένα, ούτε το γιατρό, ούτε τον ασθενή.
- Σήμερα το πρωί, καθώς έκανα μπάνιο, γλίστρησα και για να μην πέσω στηρίχτηκα στο δεξί μου χέρι…, ξεκίνησε να απαντήσει παίρνοντας σαφώς για τον εαυτό του το ρόλο τού ασθενή.
Ένα το κρατούμενο, σκέφτηκα. Είναι ο ίδιος ασθενής, αλλά μάλλον δεν θα μπορέσουμε εμείς να τον βοηθήσουμε.
- Αν είναι έτσι, θα πρέπει να σας δει ένας ορθοπαιδικός, βιάστηκα να τον διακόψω. 
-Όχι, δεν καταλάβατε. Δεν χτύπησα πουθενά. Απλά, να, μετά από λίγο και καθώς ηρεμούσα από το τράνταγμα, ψηλάφησα κάτι εδώ, είπε, με τις τελευταίες λέξεις να βγαίνουν από το στόμα του αργά, σχεδόν τελετουργικά, και έδειξε με το αριστερό του χέρι ακριβώς κάτω από τον δεξί του ώμο. Μετά, συνέχισε, και αφού είχα ήδη ταραχτεί αρκετά, νομίζω πως πιάνω και κάτι ακόμα. Να, εδώ, στο λαιμό μου. Γιατρέ θα με εξετάσετε; Ανησυχώ πολύ, είπε και πήρε μια βαθιά ανάσα.
- Φυσικά και θα σας εξετάσω, πρώτα όμως πρέπει να μην ανησυχείτε, του είπα, προσπαθώντας κάπως, αλλά μάλλον χωρίς αποτέλεσμα, να τον ηρεμήσω.
- Μα πώς είναι δυνατόν να μην ανησυχώ! Τα τελευταία οχτώ χρόνια, τρεις φορές ήδη έχει χρειαστεί να κάνω θεραπείες. Και, πιστέψτε με, δεν ήταν εύκολο. Τελευταία φορά ήταν πριν δύο χρόνια. Κι όλα ξεκίνησαν από κάτι αντίστοιχο. Και τότε έπιασα κάτι στη μασχάλη μου…
Σε δύο λεπτά τα είχε πει όλα. Η ιστορία και η πορεία της αρρώστιας του, με τις υφέσεις και τις υποτροπές της.
- Κατάλαβα πολύ καλά, του είπα με τη φωνή μου σταθερή, προσπαθώντας να τον κάνω να με εμπιστευθεί. Ελάτε, πάμε να σας εξετάσω.
- Ευχαριστώ γιατρέ, αλλά όμως πρέπει να σας πω τι είναι αυτό που κυρίως με φοβίζει. Την αρρώστια μου την γνωρίζω καλά και δεν φοβάμαι τις θεραπείες. Άλλο είναι αυτό που με ανησυχεί.
- Πείτε μου, του απάντησα με ενδιαφέρον.
- Η προθεσμία, είπε κοφτά.
- Ποια προθεσμία;
- Να, όταν ξεκίνησαν όλα, ο γιατρός μου μού είπε πως θα πάω καλά με τις θεραπείες, αλλά καλά, τελείως καλά, μάλλον δεν θα γίνω ποτέ. Σαν να μου είπε δηλαδή, πως… Στην αρχή, αν και με δυσκολία, το δέχτηκα. Δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς. Η απάντησή του όμως, όταν τον ρώτησα για το πόσο συνήθως ζει κάποιος με την ασθένειά μου, με σόκαρε: «Εννιά με δέκα χρόνια, ίσως λιγότερο, ίσως περισσότερο», μου είπε. Από εκείνη τη στιγμή απέκτησα δύο πράγματα, που μέχρι τότε δεν είχα, αλλά και ούτε ήθελα: Την αρρώστια και την προθεσμία μου. Ειλικρινά δεν ξέρω ποιο από τα δύο είναι δυσκολότερο. Εννιά με δέκα χρόνια. Αυτή είναι η προθεσμία μου. Τελευταία μάλιστα τη σκέφτομαι συνέχεια. Προχθές μπήκα στον ένατο χρόνο. Πρέπει οπωσδήποτε να ξέρω τι συμβαίνει, γιατί έχω υποχρεώσεις και εκκρεμότητες, που πρέπει να τακτοποιήσω.
Τα μάτια του είχαν αρχίσει να γυαλίζουν. Η ένταση όμως στα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχε ήδη υποχωρήσει. Ίσως τον βοήθησε που είπε σε κάποιον το φόβο και την αγωνία του. Σαν να τα έβγαλε από πάνω του, έστω για λίγο, και τα ακούμπησε σε κάποιον άλλο. Άλλωστε, αυτό δεν είναι που έχει ανάγκη ο άνθρωπος; Κάποιον να του πάρει τους φόβους και τις αγωνίες, να του σφίξει το χέρι, να τον κοιτάξει στα μάτια και να του πει πως όλα θα πάνε καλά.
- Και κάτι ακόμα, συμπλήρωσε σαφώς πιο ήρεμα, εδώ και δεκαπέντε μέρες τα απογεύματα ανεβάζω δέκατα και τα βράδια ξυπνάω και είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα. Έχει καμία σχέση αυτό με τα άλλα;
Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, που έδειχνα να επεξεργάζομαι όσα είχαν ειπωθεί, τον κοίταξα στα μάτια με συμπάθεια και τον οδήγησα στο ακριανό κρεβάτι, που μόλις είχε αδειάσει, για να τον εξετάσω και να επιβεβαιώσω την αρχική του ανησυχία.
Η εκκρεμότητα
Οι μέρες μας είναι γεμάτες υποχρεώσεις και από πολύ νωρίς μαθαίνουμε με βάση αυτές να ρυθμίζουμε τη ζωή μας. Όταν μάλιστα κάποιες εκπληρωθούν, αισθανόμαστε επιτέλους ελεύθεροι και απαλλαγμένοι. Πολύ γρήγορα όμως, σχεδόν αμέσως, κάποιες άλλες υποχρεώσεις ξεπροβάλλουν και απαιτούν το χρόνο και την ενέργειά μας. Άλλες πάλι δεν τελειώνουν ποτέ, αλλά αντίθετα συσσωρεύονται  και απομυζούν τη ζωή μας. Να τρέξουμε, να προσπαθήσουμε, να σπουδάσουμε, να δουλέψουμε και να προλάβουμε τις προθεσμίες. Να παντρευτούμε και να κάνουμε τη δική μας οικογένεια στην αρχή, να παντρέψουμε και να εξασφαλίσουμε τα παιδιά μας στη συνέχεια. Να αποκτήσουμε, να δανειστούμε, να ξεχρεώσουμε, να ανέβουμε, να ξεχωρίσουμε, να επιμείνουμε και να μην υποχωρήσουμε. Ένα συνεχές, χωρίς τέλος, γαϊτανάκι υποχρεώσεων.
Αυτή μαθαίνουμε πως είναι η ζωή μας και έτσι εκπαιδευόμαστε να τη ζήσουμε. Τόσο γεμάτη, τόσο ξεχειλισμένη από απαιτήσεις και προσδοκίες, που δεν βρίσκουμε το χρόνο και δεν περνάει καν από το μυαλό μας πως υπάρχει μία άλλη εκκρεμότητα, μία πολύ μεγαλύτερη υποχρέωση, ένα αιώνιο χρέος αγάπης, με το οποίο πρέπει οπωσδήποτε να ασχοληθούμε.
Και τα χρόνια κυλάνε, η ζωή μας γλιστράει κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια μας και εμείς δουλικά υπακούμε στις επιταγές του εχθρού της ψυχής μας. Προσπαθούμε να φανούμε αντάξιοι αυτών που το σύστημα του κόσμου επιτάσσει και αγωνιζόμαστε να κάνουμε τις καλύτερες σπουδές, να βρούμε την πιο ελκυστική δουλειά, να πάρουμε τον πιο πλούσιο άντρα ή την πιο όμορφη γυναίκα, να βγάλουμε περισσότερα λεφτά, να γίνουμε γνωστοί, να μας συζητάνε, ή έστω να ζήσουμε «αξιοπρεπώς», μέσα όμως σε ένα κόσμο αναξιοπρεπή, όπου υμνείται η αδικία και προβάλλεται η λατρεία της σάρκας. Κάποιοι μάλιστα καταφέρνουν μέσα και μαζί με όλα αυτά να βάλουν και τον Θεό, ή καλύτερα τη θρησκεία τους, ως μία ακόμα υποχρέωση που χρειάζεται να εκπληρωθεί.
Όσο κι αν αποφεύγουμε την αλήθεια, το μεγάλο χρέος παραμένει. Χρέος άμετρο και άπειρο. Ποιος άραγε μπορεί να ζυγίσει ή να μετρήσει την αγάπη του Θεού, που μας αγάπησε ενώ ήμασταν ακόμα αμαρτωλοί; (Ρωμαίους 5:8) Ή ποιος μπορεί να εκτιμήσει και να υπολογίσει την αξία της ψυχής του Ιησού Χριστού, που την έδωσε για χάρη μας; (Ιωάννης 10:15) Παραμένει και είναι η μεγάλη εκκρεμότητα στη ζωή μας, να σταθούμε μπροστά στο σταυρό του Χριστού, που θεμελιώθηκε στην αγάπη του Πατέρα και υψώθηκε από και για τη δική μας αμαρτία, και να πάρουμε θέση. Είναι η εκκρεμότητα που βαραίνει όλους μας, να πάρουμε θέση πίστης ή απιστίας, συντριβής ή αδιαφορίας μπροστά στη θυσία του Υιού του Θεού. Και είναι καλό να μην ξεχνάμε πως και η μη θέση είναι θέση.
Η προθεσμία
emergency-2Βασικό χαρακτηριστικό των υποχρεώσεων είναι πως ο χρόνος μέσα στον οποίο πρέπει να εκπληρωθούν είναι συγκεκριμένος και αυτό ισχύει από τα πιο απλά μέχρι τα πιο μεγάλα και σπουδαία. Μια μικρή μόνο καθυστέρηση στην πληρωμή ενός απλού λογαριασμού και έχει συνέπειες για μας. Πόσο μάλλον όταν αντιληφθούμε πως σημαντικές υποθέσεις, όπως οι σπουδές, ο γάμος, η δουλειά και η καριέρα μας, πρέπει οπωσδήποτε να τακτοποιηθούν έγκαιρα, μέσα σε ασφυκτικά στενά και ανελαστικά περιθώρια. Ο κόσμος τρέχει και δεν έχει διάθεση να περιμένει όσους δεν μπορούν να τον ακολουθήσουν.
Δεν είναι κάτι αθώο. Δεν είναι ότι έτσι συμβαίνει. Είναι η προσπάθεια του άρχοντα του κόσμου αυτού (Ιωάννης 12:31) να μας κρατήσει απασχολημένους σε ένα συνεχή αγώνα επίτευξης μικρών ή μεγάλων στόχων και εγκλωβισμένους σε μία χωρίς τέλος προσπάθεια ικανοποίησης ψεύτικων αναγκών.  
Γιατί η μόνη αληθινή ανάγκη είναι να ασχοληθούμε με το χρέος μας απέναντι  στην αγάπη του Θεού. Εμείς όμως έχουμε και ασχολούμαστε με άλλους και άλλα. Γεμίζουμε τις ζωές μας με τον εαυτό μας και με τον κόσμο. Η αλήθεια είναι πως κάποιοι ισχυρίζονται πως θα ήθελαν να ασχοληθούν με τον Θεό, αλλά δεν έχουν χρόνο, δεν τους περισσεύουν δυνάμεις. Όλη η σκέψη και το ενδιαφέρον τους είναι δοσμένα αλλού. Ίσως όταν οι υποχρεώσεις λιγοστέψουν και οι εκκρεμότητες περιοριστούν, ίσως τότε μπορέσουν. Μήπως όμως τότε θα είναι αργά;


Πριν το τέλος
Η ζωή μας κάποτε τελειώνει. Αυτό είναι βέβαιο. Για κάποιους το τέλος έρχεται ξαφνικά και απροειδοποίητα. Για κάποιους άλλους γίνεται κάπως πιο ομαλά, μέσα από προθεσμίες που ξεκινούν από ένα ιατρικό γραφείο ή από το προσδόκιμο επιβίωσης, που λίγοι το ξεπερνούν. Και τότε όμως το σοκ είναι μεγάλο και δύσκολα διαχειρίσιμο. Πώς συνεχίζει να ζει κάποιος, όταν καταλάβει πως το τέλος έρχεται και είναι κοντά; Το τέλος όλων των προθεσμιών, εκεί όπου όλες οι υποχρεώσεις τελειώνουν.
Οι περισσότεροι ακόμα και τότε δεν φαντάζονται πως υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος να ζήσουν τη ζωή τους. Οι ίδιες ανάγκες να ικανοποιηθούν, οι ίδιες υποχρεώσεις να εκπληρωθούν, τα ίδια χρέη να τακτοποιηθούν. Είναι φαίνεται πολύ σημαντικό όταν φύγουν, να μην αφήσουν πίσω τους κάποια εκκρεμότητα. Τουλάχιστον αυτό.
Κάποιοι άλλοι κατάλαβαν το ψέμα, συνειδητοποίησαν την παραπλάνηση και ξέφυγαν από το ρεύμα του κόσμου. Δεν άφησαν τις δουλειές τους, ούτε παραμέλησαν τις οικογένειές τους, αλλά έβαλαν μέσα στην καρδιά τους πρώτη και μόνη προτεραιότητα να τακτοποιήσουν το χρέος της αμαρτίας τους και να κάνουν αυτό που τους ζητά Εκείνος που έδωσε τη ζωή Του για αυτούς.
«και πέθανε για χάρη όλων, ώστε αυτοί που ζουν, να μη ζουν πλέον για τον εαυτό τους, αλλά γι’ αυτόν που πέθανε και αναστήθηκε για χάρη τους.»
(Β΄ Κορινθίους 5:15)
Δεν ζητάει πολλά ο Θεός από τον άνθρωπο, αλλά ούτε και λίγα. Ζητάει τα πάντα. Τη ζωή του ολόκληρη στα πόδια Του, στην υπηρεσία Του, για τη δόξα Του. Τι γίνεται όμως όταν στη ζωή ενός τέτοιου ανθρώπου δοθεί μια τέτοια «τελευταία προθεσμία»; Κανένα πρόβλημα. Τίποτα δεν αλλάζει. Ο ίδιος Κύριος, η ίδια αγάπη, η ίδια υποχρέωση να μη σπαταλήσει τη ζωή του για το τίποτα, αλλά να ξοδευτεί κυριολεκτικά για τον Σωτήρα Του.
«Επειδή, εγώ γίνομαι ήδη σπονδή, και ο καιρός τής αναχώρησής μου έφτασε. Τον αγώνα τον καλό αγωνίστηκα, το δρόμο τελείωσα, την πίστη διατήρησα, τώρα πλέον, μου απομένει το στεφάνι τής δικαιοσύνης, το οποίο ο Κύριος θα μου αποδώσει εκείνη την ημέρα, ο δίκαιος κριτής, και όχι μονάχα σε μένα, αλλά και σε όλους όσους επιποθούν την επιφάνειά του.»
(Β΄ Τιμόθεον 4:6-8)

Εσείς τι θα κάνατε, πώς θα περνούσατε την υπόλοιπη ζωή σας, αν σας έδιναν μια τέτοια, «τελευταία προθεσμία»;