Ρίζες και Φτερά

leaves  
Δεν είχαν καταλάβει η Ελίζα και η Ρόδη μεγαλώνοντας ποιοι ήταν οι γονείς τους. Νόμιζαν πως η μαμά ήταν εκείνη η κοντούλα που δεν έφτανε στα ψηλά ντουλάπια της κουζίνας τη ζάχαρη όταν της ζητούσαν να φτιάξει μιλφέιγ. Νόμιζαν πως ο μπαμπάς ήταν ένας μπαμπάς όπως όλοι οι άλλοι, μόνο που του άρεσε να κάθεται στο γραφείο του και να γράφει μασουλώντας κριτσίνια. Και πού και πού σκαρφάλωνε στο πεζούλι δίπλα απ’ το μπαλκόνι να στερεώσει τους κισσούς που ανέβαιναν από τον κήπο.
Κι όταν στη θάλασσα, το καλοκαίρι, έπαιζαν οι πέντε τους μπάλα και πιτσιλούσαν τον Ευτύχη κι έκαναν πατητές στον μπαμπά και τη μαμά την άφηναν καμιά φορά να πιάσει την μπάλα στο κορόιδο, νόμιζαν πως έμοιαζε με των άλλων η οικογένειά τους.
Πέρασαν χρόνια μέχρι να καταλάβουν.
Μέχρι να δουν πως ήταν οι γονείς τους πολεμιστές σε μια μεγάλη μάχη. Πως ήταν αγγελιοφόροι ενός τρανού Βασιλιά, πως είχαν στην ευθύνη τους αγρούς σαν γεωργοί και πρόβατα σαν ποιμένες.
Δεν ήξεραν η Ελίζα και η Ρόδη πως οι γονείς τους ήταν βασιλόπουλα. Δεν ήξεραν πως αυτοί οι καταπληκτικοί άνθρωποι που τις μεγάλωναν δεν ήταν παρά καθρέφτες ενός καταπληκτικού, μεγαλόπρεπου Θεού.
Προς το παρόν, αυτό που ήξεραν ήταν πως είχαν μπει στην εφηβεία. Η οποία, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, δεν ήταν και ό,τι καλύτερο τους είχε συμβεί. Η Ρόδη σε δύο μέρες θα έκλεινε τα 13. Κι έμοιαζε να είναι πάντα θυμωμένη. Δεν θυμόταν τον εαυτό της διαφορετικά.
*
Ο μπαμπάς και η μαμά είπαν θα καλέσουν παιδιά από την εκκλησία για να γιορτάσουν τα δέκατα τρίτα γενέθλια της Ρόδης. Η Ρόδη είπε να την αφήσουν ήσυχη. Ο Ευτύχης, που ήταν ενός χρονού τότε δεν είπε, αλλά σκεφτόταν, πόσο άραγε μικρά θα είναι αυτά τα «παιδιά» που θα έρθουν και αν θα μπορεί να παίξει μαζί τους –ήταν τελικά πιο μεγάλα από όσο νόμιζε, πιο πολύ νέοι παρά παιδιά- και η Ελίζα είπε πως τα δικά της γενέθλια ήταν το καλοκαίρι που όλοι λείπουν και αυτό είναι αδικία.
Έτσι, στις εφτά το απόγευμα, η πόρτα του σπιτιού άνοιξε για τον πρώτο καλεσμένο.
Είχαν συνηθίσει η Ελίζα και η Ρόδη να τακτοποιούν το σαλόνι και να κλείνουν την ενδιάμεση πόρτα, που απομόνωνε τα δωμάτιά τους, για να γεμίσει το σπίτι κόσμο. Ήξεραν από μωρά πως το σπίτι δεν ανήκε στις ίδιες και τους γονείς τους. Ήξεραν πως το σαλόνι δεν το έχουμε για να παίζουμε παιχνίδια με πριγκίπισσες και να μαθαίνουμε αγγλικά με τη μαμά, όχι μόνο γι’ αυτό, τουλάχιστον. Ήξεραν πως στο σπίτι αυτό προτεραιότητα είναι να ανοίγουμε τον Λόγο του Θεού, μόνοι μας ή μαζί με άλλους, να Του μιλάμε και να μαθαίνουμε πώς θέλει Εκείνος να ζούμε.
Δεν ήξεραν πως αυτές οι ιστορίες που τους διάβαζε η μαμά από την Αγία Γραφή ήταν ρίζες. Δεν ήξεραν πως οι προσευχές του μπαμπά γύρω από το βραδινό φαγητό ήταν φτερά. Δεν ήξεραν ακόμα.
Το σπίτι γέμισε φωνές και φασαρίες και δώρα.
Έπαιξαν παιχνίδια που σκαρφίστηκε ο μπαμπάς. Ήταν πολύ εύκολο για τον μπαμπά να κάνει ένα δωμάτιο άνω κάτω στη στιγμή, με γέλια και αστεία και ιστορίες. Δεν ήξεραν η Ελίζα και η Ρόδη πως δεν είναι όλοι οι μπαμπάδες του κόσμου έτσι. Κανένας, για την ακρίβεια δεν είναι.
Έπαιξαν το «γιατί και διότι», έπαιξαν «το καημένο το γατάκι», και παντομίμα. Έψαλλαν, έκαναν προσευχή, έσβησαν την τούρτα. Η Ρόδη στραβομουτσούνιασε λίγο στο κάθε ένα από τα τρία τελευταία, αλλά κράτησε μέσα της το θυμό που πήγαινε να ξεσπάσει. Αυτοί έφταιγαν που έπρεπε να πάει στην εκκλησία όταν ήθελε να παίξει. Αυτοί έφταιγαν που της έλειπε ο μπαμπάς της τις Τετάρτες τα βράδυα. Αυτοί έφταιγαν που την κορόιδευαν τα παιδιά στο σχολείο επειδή δεν έβλεπε τις σειρές στην τηλεόραση. Αυτοί και οι γονείς της. Οι γονείς της κι αυτοί.
Και ο Θεός.
Πρώτα και πάνω απ’ όλα ο Θεός.
Και η μαμά έλεγε πως την αγαπάει. Γιατί τότε πονάω; Ήθελε να ουρλιάξει η Ρόδη. Γιατί δεν είμαι ευτυχισμένη;
Όταν έφυγαν όλοι, πήγε στο δωμάτιό της να ανοίξει τα δώρα.
-Τι τους θέλαμε τώρα όλους αυτούς στο σπίτι μας; είπε στη μαμά, συνοφρυωμένη. Μια χαρά θα ήμασταν μόνοι μας. Τώρα θα μαζεύουμε μέχρι αύριο.
Η μαμά δεν της απάντησε.
Την κοίταξε μόνο και η Ρόδη είχε την περίεργη αίσθηση ότι την λυπόταν.
Κάθισε στο κρεβάτι της με τα πακετάκια δίπλα. Το κάθε ένα είχε πάνω από μία κάρτα.
Άνοιξε το ένα χωρίς πολλή...                                                                         
όρεξη.

«Σ’ αγαπώ», έγραφε η κάρτα. Η Ρόδη άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. Δεν το περίμενε αυτό. Έπιασε το δώρο στα χέρια της, σκίζοντας προσεκτικά το περίβλημα. Ήταν χαρτιά αλληλογραφίας. Αλλά ήταν άχρηστα. Γιατί στο κάθε ένα, στην κάθε σειρά, γραμμένη μία φράση. «Σ’ αγαπώ». «Σ’ αγαπώ». Ξανά και ξανά.
Τώρα τα χέρια της Ρόδης έτρεμαν.
Άνοιξε την επόμενη κάρτα. Το επόμενο δώρο.
Παντού το ίδιο.
«Σ’ αγαπώ».
Και με τ’ όνομά της, μάλιστα.
«Ρόδη, σ’ αγαπώ, Ρόδη.»
Ακόμα κι ένα μικρο γλαστράκι με πολύχρωμα φύλλα, και μια κολόνια με άρωμα musk, ψιθύριζαν κι αυτά με κάθε φυλλαράκι, με κάθε μια σταγόνα, είχαν πάνω γραμμένο, χαραγμένο ανεξίτηλα το ίδιο: «σ’ αγαπώ».
Κι είχαν φωνή αυτά τα «σ’ αγαπώ», μια φωνή που καθόλου δεν ήταν άγνωστη στη Ρόδη. Το ’χε ξανακούσει αυτό το «σ’ αγαπώ», το συγκεκριμένο, ήταν σίγουρη.
Το είχε ακούσει τη νύχτα που ξαγρύπνησε δίπλα στο κρεβάτι της ο μπαμπάς κι ας είχε δουλειά το πρωί, εκείνη την εβδομάδα που είχε πυρετό για εφτά μέρες και η μαμά δεν έβρισκε χρόνο να ξεκουραστεί. Το είχε ακούσει όταν η μαμά τής αγόρασε ένα μικρό μωβ αρκουδάκι τότε, πριν πάει ακόμα σχολείο, ένα απόγευμα που ήταν κατσουφιασμένη χωρίς λόγο. Το είχε ακούσει όταν ο μπαμπάς την άφησε να παίξει ακορντεόν μαζί του, σαν πιάνο, το δεξί χέρι, κι εκείνος να συνοδεύει με το αριστερό στα πολύπλοκα μαύρα κουμπάκια. Το άκουγε κάθε φορά που έδιναν ένα φιλάκι στον Τάπι.
Το ήξερε αυτό το «σ’ αγαπώ» πολύ καλά.
Μόνο που τόσον καιρό δεν ήξερε πως ήτανε δικό Του.
Δεν έκλαψε εκείνη τη νύχτα η Ρόδη.
Δεν ζήτησε από τον Θεό συγχώρεση, δεν μετάνιωσε για τις αμαρτίες της τις πολλές, για τον εγωισμό, για την κακία της. Δεν τον έκανε Πατέρα της και Κύριο και Θεό.
Αυτά έγιναν την επόμενη μέρα.
Εκείνη τη νύχτα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα από αυτά.
Έμεινε μόνο με ανοιχτό το στόμα να κοιτάζει το ταβάνι πάνω από το κρεβάτι της, μέσα στο ήσυχο, κοιμισμένο σπίτι, με τις ρυθμικές ανάσες από το διπλανό δωμάτιο να την ηρεμούν, όπως πάντα, πως είναι εδώ ο μπαμπάς και η μαμά, πως είναι ασφαλής.
Κι όλη την ώρα σκεφτόταν δύο λέξεις.
«Εμένα; Εσύ;»
Επιτέλους, αυτό που τόσα χρόνια προσπαθούσε να της πει ο Θεός, το άκουσε. Και το άκουσε δυνατά, τρανταχτά, δεν μπορούσε πια να ξεφύγει από αυτές τις λέξεις: «σ’ αγαπώ». Μ’ αυτές ξύπνησε το επόμενο πρωί. Μ’ αυτές πήγε στο σχολείο.
Μ’ αυτές έζησε την κάθε της μέρα από εκεί και πέρα. Αγαπημένη. Συγχωρημένη. Καινούργια.
*
piano

  Η Ελίζα και η Ρόδη έβαζαν συχνά τον μπαμπά να τους λέει για τότε που ήταν μικρός. Η μαμά δεν είχε ανάγκη να την ρωτήσουν, τα έλεγε από μόνη της. Για τις διακοπές στην Κρήτη με τη θεία της, για τον αδερφούλη της, που μια φορά κατάπιε μια σφυρίχτρα και για τις μακριές κοτσίδες που υποσχέθηκε στο θείο της να μην τις κόψει ποτέ.
Από του μπαμπά όμως το πρόσωπο μια σκιά περνούσε κάθε που τον ρωτούσαν. Σαν να μην ήθελε να μιλάει για εκείνες τις μέρες. Και σίγουρα ήταν πιο φτωχή η οικογένειά που μεγάλωσε από ό,τι τώρα η οικογένεια που μεγάλωνε την Ελίζα και τη Ρόδη, αλλά δεν ήταν αυτός λόγος ικανός για να αποφεύγει την ανάμνηση της παιδικής του ηλικίας.
-Εντάξει, θα σας πω, είπε ένα βράδυ ο μπαμπάς, καθισμένος στον καναπέ, με τα πόδια πάνω σε μια καρέκλα, όπως συνήθιζε να κάθεται όταν ήταν πολύ κουρασμένος.
Η Ελίζα και η Ρόδη κοιτάχτηκαν με νόημα. Τώρα θα μάθαιναν το μεγάλο μυστικό. Το μεγάλο μελανό σημείο στη ζωή του μπαμπά τους.
-Ήμουν πάντα κατσουφιασμένος μικρός, ξεκίνησε ο μπαμπάς.
Η Ελίζα και η Ρόδη δεν το περίμεναν αυτό.
-Πάντα δυστυχισμένος, πάντα παραπονεμένος, πάντα κάτι μου έλειπε, συνέχισε εκείνος. Σμιχτοφρύδης και συνοφρυωμένος. Με μια ρυτίδα ανάμεσα στα δυο μου φρύδια. Αφού η μαμά μου έλεγε πως θα μου μείνει. Να χαμογελάω πού και πού. Αλλά δεν μπορούσα. Τόσο δυστυχισμένος ήμουν.
Η Ρόδη δεν είχε δύο μήνες από τότε που πρωτάκουσε το «σ’ αγαπώ» του Θεού και άλλαξε η ζωή της. Ανατρίχιασε. Ήξερε ξαφνικά πού πηγαίνει αυτή η ιστορία. Ήξερε πολύ καλά, γιατί αυτό το παιδάκι που περιέγραφε ο μπαμπάς ήταν η ίδια. Έτσι ακριβώς. Μα ακριβώς.
«Κοντά σε Σε
εγέλασα για πρώτη μου φορά»
έλεγε ένα από τα τραγούδια του μπαμπά. Η Ρόδη ένιωσε δυο δάκρυα να της τσιμπούν τα μάτια.
-Ο Κύριος με ελευθέρωσε από τον εαυτό μου, έλεγε τώρα ο μπαμπάς. Από το εγώ, το εμένα, να θέλω, να είμαι, και να μην μπορώ να βρω αυτό που θα με κάνει να είμαι ικανοποιημένος και ευχαριστημένος. Μόνο όταν άρχισα να ζω γι’ Αυτόν σταμάτησα να είμαι έτσι. Έγινα γεμάτος, τόσο, που ήθελα να δίνω και σε άλλους.
Η Ελίζα και η Ρόδη όσο και να προσπαθούσαν δεν μπορούσαν να φανταστούν τον μπαμπά συνοφρυωμένο και παραπονεμένο. Δεν μπορούσαν να τον φανταστούν να μην παίζει ακορντεόν, να μη γελάει με αυτό το απίστευτο, το μεταδοτικό γέλιο, να μην απλώνει τα χέρια του σαν αγκαλιά και να λέει στη συνεστίαση «καθίστε, όλοι, το φαγητό έρχεται» και έπειτα, κλείνοντας το μάτι, πάνω από τα γεμάτα πιάτα φαγητό, «αν δεις ότι δεν χορταίνεις, σταμάτα.» Δεν μπορούσαν να τον φανταστούν χωρίς παράθυρα ανοιχτά στο αυτοκίνητο, να πλημμυρίζει ο δρόμος μουσική, χωρίς τις τρίλιες που έπαιζε στο πιάνο, χωρίς τις τρελές, τις φαεινές του ιδέες, «θα εκδόσουμε μία εφημερίδα», «θα πάμε όλοι μαζί με ένα αυτοκίνητο, έξι άτομα στην Λεπτοκαρυά», «λέω να κάνουμε το πρώτο μας μπάνιο την Πρωτομαγιά φέτος», «ελάτε να παίξουμε ένα μονόπρακτο οι τέσσερίς μας στο συνέδριο, μπροστά σε χίλια άτομα, όμως δεν το έχω γράψει ακόμα.» Αυτό το τελευταίο το είχε πει στο δρόμο προς το λεγόμενο συνέδριο. Η Ελίζα και η Ρόδη έτρεμαν από το άγχος. Και η μαμά λίγο, αλλά δεν το έλεγε.
Κι όμως, και το μονόπρακτο το έπαιξαν, και με μεγάλη επιτυχία, και το μπάνιο το έκαναν, και η εφημερίδα βγαίνει ακόμα.
-Ένας κουρελής ήμουν, είπε ο μπαμπάς και τα μάτια του ήταν υγρά. Ένας ζητιάνος, μονίμως με το χέρι απλωμένο, ικέτευα για λίγη αγάπη, λίγη προσοχή. Πάνω από έναν σκουπιδοτενεκέ σκυμμένος, όλη μου τη ζωή, ψάχνοντας να φωνάξω «κοιτάξτε, βρήκα ένα κουτάκι που γυαλίζει!» Και έτσι θα ήμουν ακόμη, χωρίς τον Χριστό. Χωρίς την αναγέννηση που αλλάζει τον άνθρωπο.
Ο μπαμπάς σταμάτησε.
Δεν χρειαζόταν άλλωστε να συνεχίσει. Ήξεραν πια η Ελίζα και η Ρόδη με ποιον τρόπο ο μπαμπάς έγινε από αυτόν τον ζητιάνο, τον κουρελή, τον «σμιχτοφρύδη», ο πρίγκηπας που έβλεπαν μπροστά τους.
-Μπαμπά, είναι ωραία όταν αναγεννιέται κανείς; είχε ρωτήσει μια φορά η Ελίζα στο αυτοκίνητο.
Πρέπει να πήγαινε Δευτέρα δημοτικού.
-Όχι απλά ωραία, είναι τέλεια, είχε απαντήσει ο μπαμπάς. Είναι το πιο ωραίο πράγμα που θα ζήσεις ποτέ σου. Και το πιο δύσκολο.
-Θα είναι καλύτερα από τώρα όμως, ε; επέμεινε η Ελίζα.
-Εσύ θα το αποφασίσεις αυτό, της είπε ο μπαμπάς. Είναι θάνατος η αναγέννηση, Ελίζα και Ρόδη. Πρέπει να πεθάνει κανείς πρώτα για να ζήσει.
-Ναι, αλλά δεν θα έχουμε πια καθόλου προβλήματα όταν αναγεννηθούμε, πετάχτηκε η Ρόδη. Θα μας τα λύνει όλα ο Θεός.
Ο μπαμπάς γέλασε.
Γύρισε στο πλάι και αντάλλαξαν ένα μυστικό χαμόγελο με τη μαμά.
Δεν απάντησε ούτε «ναι» ούτε «όχι».
-Θα δεις, της είπε μόνο και δυνάμωσε τη μουσική.
Ένας κύριος, συνάδελφος του μπαμπά, είπε μια φορά για εκείνον πως ήταν «ένας καταπληκτικός άνθρωπος.»
«Όχι,» ήθελε να φωνάξει η Ρόδη. «Όχι, κάνετε λάθος. Ο μπαμπάς μου ήταν ένα παιδί με φτωχή, πεινασμένη καρδιά. Με φρύδια σουφρωμένα. Που μια μέρα άπλωσε το χέρι του σε έναν καταπληκτικό Θεό. Ο Θεός του μπαμπά μου είναι καταπληκτικός. Ο μπαμπάς μου είναι ένας άνθρωπος με έναν καταπληκτικό Θεό.»
Ο μπαμπάς και η μαμά τους έδωσαν ρίζες.
Στην αγάπη τους πάτησαν και στην προσευχή τους και πήραν βαθιά από το χώμα νερό από την Πηγή των νερών, από τον καταπληκτικό Θεό του μπαμπά και της μαμάς. Και έπειτα, τους έδωσαν φτερά για να πετάξουν.
*
Η Ρόδη μεγάλωσε και παντρεύτηκε ένα αγόρι που το έλεγαν Φάνη.
Το αγόρι αυτό έτυχε τόσο να μοιάζει με τον μπαμπά της, που όσοι δεν τους ήξεραν τους μπέρδευαν και νόμιζαν πως είναι αδέρφια.
Και πως είναι και του Φάνη μπαμπάς ο μπαμπάς.
-Κι εμείς λέγαμε πώς θα παντρευτούν δύο αδέρφια, γελούσε η μαμά.
Όταν έφυγε η Ρόδη από το σπίτι του μπαμπά και της μαμάς και του Ευτύχη για να μείνει με τον Φάνη, η καρδιά της ράγισε στα δύο. Αλλά δεν πειράζει, αποφάσισε, ο μπαμπάς και η μαμά θα είναι πάντα εκεί, απλώς σε άλλο σπίτι. Όποτε μου λείπουν τόσο που δεν μπορώ να αναπνεύσω, δεν έχω παρά να τους πάρω τηλέφωνο. Τόσο απλό νόμιζε πως είναι τότε. Τόσο εύκολο. Νόμιζε πως θα ήταν έτσι τα πράγματα για πάντα. Πως θα είναι πάντα εκεί ο μπαμπάς της να την πιάσει αν πέσει, όπως όταν ήταν μικρή.
Η Ρόδη έπλαθε σχέδια και όνειρα, γιατί θα έχει τώρα ο μπαμπάς πιο πολλά παιδιά και άρα πιο πολλές τρελές ιδέες για τα καλοκαίρια και τους χειμώνες και τα βιβλία και τα πακέτα.
Όμως δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα.
Ποτέ δεν έρχονται όπως τα φανταζόμαστε.
Και μια μέρα ήταν ξαπλωμένος ο μπαμπάς στο κρεβάτι να ξεκουραστεί λιγάκι πριν σηκωθεί πάλι να δουλέψει στο γραφείο του –τα κριτσίνια τα είχε σταματήσει εδώ και καιρό. Και ήρθαν τα νέα μ’ ένα χαρτί που είχε πάνω κάτι αριθμούς. Δεν ήταν καλοί οι αριθμοί, είπε ο Φάνης και το κάτω του χείλι έτρεμε.
Ο Φάνης σπούδαζε για να γίνει γιατρός. Αν είπε αυτός πως οι αριθμοί που είχε πάνω το χαρτί δεν ήταν καλοί, τότε κάτι θα ξέρει.
Πήραν τηλέψωνο την Ελίζα –που ήταν κι εκείνη παντρεμένη- και τον Ευτύχη –που δεν ήταν πια μωρό- να έρθουν.
Η Ρόδη πήγε και κάθισε δίπλα στον μπαμπά.
Του έπιασε το χέρι κι εκείνος το έσφιξε.
-Σ’ αγαπώ πολύ, το ξέρεις; του είπε.
Την πρώτη φορά δεν την άκουσε καλά γιατί η φωνή της έτρεμε.
-Σ’ αγαπώ, του είπε πάλι, όπως της το είχε πει μια μέρα Εκείνος, ο Θεός. Όπως της το έλεγε ο μπαμπάς με διάφορους τρόπους, κάθε μέρα, κάθε στιγμή από την ώρα που γεννήθηκε, κι ας μην τον καταλάβαινε πάντα.
-Κι εγώ. Πολύ, της απάντησε ο μπαμπάς χαμογελώντας στραβά, όπως ήταν το συνήθειό του.
Η καρδιά της Ρόδης ηρέμησε.
-«Τα μεν οπίσω λησμονών...», είπε ο μπαμπάς, την αρχή από ένα από τα πιο αγαπημένα του εδάφια.
Κι εκείνη τη στιγμή, παρόλο που έβρεχε δυνατά έξω, κι ας ήταν Μάης, η Ρόδη το ήξερε πως θα ζήσει. Με μια πελώρια τρύπα στην καρδιά, με ένα κόμπο στον λαιμό που δεν θα φύγει. Αλλά θα ζήσει. Θα τα καταφέρει, με κάποιον τρόπο, να επεκταθεί προς τα μπροστά, να κρατήσει τη σημαία.
«Χωράει όλος ο Χριστός σε μια σημαία.»
Ναι, μπαμπά, χωράει.
Μην κουραστούν άλλο τα χέρια σου, θα την κρατάμε τώρα εμείς. Και το χαμόγελό σου και το χάδι, μην ανησυχείς, κανείς δεν μας το παίρνει.
Ρίζες και φτερά.
Ρίζες να παίρνουμε νερό, να παίρνουμε φαγητό, να ζήσουμε πάνω στον βράχο τον Χριστό μας, να μην μετακινηθούμε ποτέ. Και φτερά να έρθουμε μια μέρα να σε βρούμε. Και να μην χωρίσουμε ποτέ ξανά.
Η Ρόδη έκλεισε πίσω της την πόρτα απαλά και βγήκε έξω, για να δει τι υπάρχει πιο πάνω απ’ τ’ αστέρια.
                                                                                            
                                                                                                       E-P

girl

 Από το τεύχος ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ Μάιος-Ιούνιος 2013, (αφιερωμένο).