Σημειώσεις πάνω σε μία αναχώρηση




Κάποιος είπε «αγάπη είναι να βλέπεις κάποιον να πεθαίνει». Δεν ξέρω αν είναι αγάπη. Αν είναι μόνο αγάπη. Ίσως είναι και ανάγκη. Και μη επιλογή. Αγάπη είναι να βλέπεις κάποιον να ζει, να ζεις μαζί του, να τον γνωρίζεις, να τον μαθαίνεις. Να αυξάνεσαι μαζί του. Να περπατάς μαζί του τους δρόμους του Θεού, να τον πονάς όταν πέφτει, να τον ακολουθείς όταν σηκώνεται. Το να βλέπεις κάποιον να πεθαίνει ίσως είναι και αγάπη. Το σίγουρο είναι πως είναι μάθημα. Πολλά μαθήματα.
 1.Ο χρόνος, το μεγάλο ψέμα.
Η ιδιοφυΐα του μεγάλου εχθρού του ανθρώπου, εκείνου που μέσα στην Αγία Γραφή αποκαλείται και διάβολος, είναι το ψέμα. Ένα ψέμα για να έχει όμως επιτυχία δεν είναι απλή υπόθεση. Πρέπει να έχει μέσα του κάποιες βάσεις αλήθειας, πρέπει να φαίνεται λογικό. Πρέπει να είναι μισή αλήθεια και μισό ψέμα. Αν γίνεται να είναι σχεδόν ολόκληρη αλήθεια και ένα μόριο ψέματος, τόσο το καλύτερο. Γιατί αυτό το σχεδόν, αυτό το μόριο ψέματος είναι αρκετό για να χάσουμε την ψυχή μας. Και μάλιστα, χωρίς καν να το καταλάβουμε.
Ο άνθρωπος πλάστηκε για να ζει αιώνια. Για πάντα. Η ψυχή που κουβαλάει μέσα του δεν είναι προσωρινή. Η ιδέα του θανάτου είναι ξένη προς την ύπαρξη που δημιούργησε ο Θεός, γιατί είναι ξένη και προς τον ίδιο τον Θεό. «Και είπε ο Θεός: Ας κάνουμε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα, σύμφωνα με τη δική μας ομοίωση» (Γένεση 1:26). Όμως τα πράγματα δεν έμειναν έτσι όπως τα είχε πλάσει ο Θεός. Ήρθε η αμαρτία και μαζί της η φθορά και ο θάνατος.
Η κλεψύδρα.
Κανείς ποτέ δεν περιμένει πως θα τελειώσει η άμμος μέσα στην κλεψύδρα. Πέφτει τόσο αργά, άλλωστε, που μοιάζει ανόητο πως κάποτε θα πέσει ο τελευταίος κόκκος. Κι έπειτα, κάτι μέσα μας αντιδρά στην έννοια του προσωρινού. Κάτι μέσα μας επιμένει πως είμαστε για κάτι καλύτερο από 70-80 χρόνια ζωής. Αυτό το κάτι είναι το στοιχείο του αιώνιου Θεού που μας έπλασε. Ζούμε όμως στη γη της αμαρτίας, όπου όλα έχουν ημερομηνία λήξης.
Ακόμα κι εμείς.
Κανείς δεν περιμένει το θάνατο. Κανέναν δεν τον βρίσκει με τα χέρια ανοιχτά να τον περιμένει. Είναι στη φύση μας γραμμένη η ζωή, και μάλιστα η αιώνια ζωή, παρμένη από τη φύση του ίδιου του Θεού. «Αλλά ο Κύριος είναι αληθινός Θεός, είναι ζωντανός Θεός, και αιώνιος βασιλιάς» (Ιερεμίας 10:10). Δεν σε βρίσκει ποτέ ο θάνατος σύμφωνο. Υπάρχει όμως η δυνατότητα να σε βρει έτοιμο. Και υπάρχει και η δυνατότητα να μη σε βρει έτοιμο.
Αυτό ήταν το μεγάλο ψέμα που μας είπαν, πως έχουμε χρόνο.
Πως θα είναι πάντα εκεί ο Χριστός, για όταν Τον θελήσουμε, να μας περιμένει. Πως δεν θα έρθει η ώρα του τέλους, παρά ύστερα από μακρά προειδοποίηση, ώστε να προλάβουμε να ετοιμαστούμε. Πως θα έχουμε χρόνο να αλλάξουμε τη ζωή μας, να βάλουμε την ηθική μας σε μία τάξη, να ζητήσουμε εκείνα τα συγγνώμη που πρέπει. Πως θα έχουμε πάντα χρόνο να κάνουμε αυτό που αναβάλλουμε. Απλώς όχι τώρα.
«Σήμερα αν ακούσετε τη φωνή του, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας...» (Εβραίους 3:15). «Σε καιρό δεκτό σε εισάκουσα, και σε ημέρα σωτηρίας σε βοήθησα· δες, τώρα είναι καιρός ευπρόσδεκτος, δες, τώρα είναι ημέρα σωτηρίας.» (Β΄ Κορινθίους 6:2). Τώρα είναι μέρα σωτηρίας. Δεν το λέει τυχαία αυτό ο Λόγος του Θεού. Σήμερα. Τώρα. Το αύριο δεν μας ανήκει. Το αύριο είναι ένα ψέμα. Το αύριο, το μετά, το όταν γεράσω.
Δεν είναι η ώρα να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμμότητές μας με τον Θεό και με τους ανθρώπους μπροστά στο κουτί, δίπλα στα κεριά, ενώ η μουσική παίζει θλιβερά στο φόντο. Δεν είναι η ώρα ούτε λίγο πριν ούτε λίγο μετά. Το μετά δεν μας ανήκει. Όσο για το πριν, συμβαίνουν όλα τόσο γρήγορα, που πάλι δεν προλαβαίνεις να πεις, να κάνεις, να αλλάξεις τίποτα.
Ο άνθρωπος τη μία μέρα είναι όρθιος και περπατάει, την επόμενη στο κρεβάτι, για να μη σηκωθεί ποτέ ξανά. Ποιος ορίζει ποια θα είναι η μέρα, ποια η στιγμή που δεν θα μπορούμε πια να αλλάξουμε τίποτα στη ζωή μας; Ποιος θα μας προειδοποιήσει πως τελειώνει η άμμος στην κλεψύδρα;
Δεν είναι η ώρα να σηκώσουμε το τηλέφωνο, να κλάψουμε, να πούμε εκείνα που δεν έχουμε πει μόνο επειδή μάθαμε πως κάποιος είναι άρρωστος. Ή πως εμείς οι ίδιοι είμαστε άρρωστοι. Όταν θα έρθει η ώρα για να φύγουμε, δεν χωράνε πια εκεί συναισθηματισμοί. Ό,τι ήταν να γίνει, έγινε. Άλλος αποφασίζει πότε θα μπει η τελεία.
Εκείνος που έφυγε μπροστά στα μάτια μου τον Μάϊο που μας πέρασε, το έμαθε αρκετές μέρες πριν πως φεύγει. Και πάλι βέβαια, κανείς δεν μπορούσε να του πει τι θα συμβεί σίγουρα. Όλο «μάλλον» και «ίσως» και «θεωρούμε ότι...». Οι αγαπημένες λέξεις των γιατρών. Κι αυτοί άνθρωποι είναι, τι φταίνε; Του το είπανε λοιπόν από πριν. Κι όμως, δεν πρόλαβε ούτε να πει πού να βρουν τα κλειδιά τα δεύτερα του αυτοκινήτου. Δεν πρόλαβε ούτε ένα χαρτί να υπογράψει, που ίσως χρειαζόταν. Είναι δυνατόν να είχε τη διαύγεια και το κουράγιο, μέσα στο βασανισμένο του σώμα, μέσα στη δύσκολη ώρα του αποχωρισμού, να ξεκινήσει τότε, εκείνη τη στιγμή, το μακρύ και επίπονο έργο να αλλάξει τον εαυτό του;
Δεν είναι.
Δεν ήταν. Έφυγε όπως ήταν. Και ήταν, δόξα στον Θεό, έτοιμος.
Αλλά ήταν έτοιμος για πολύ καιρό πριν να χρειαστεί να φύγει. Κάθε μέρα, για την ακρίβεια. Κάθε στιγμή. Γιατί κι αν ήταν τώρα η ώρα;
Κι από πριν αρρωστήσει ήταν...    
πατήστε "Διαβάστε περισσότερα" για να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο                                                                             
έτοιμος. Πριν αρρωστήσει παίχτηκε το παιχνίδι. Αφού αρρώστησε και έπειτα, είχε χρόνο μόνο για τις τελευταίες πινελιές. Τις τελευταίες λεπτομέρειες. Και αυτές με το ζόρι τις προλάβαινε.
Άλλοι φεύγουν χωρίς να αρρωστήσουν.
Ξέρουμε πώς θα γίνει για μας;
Πιο πριν, τώρα, δεν έχουν ακόμα γραφτεί οι τίτλοι του τέλους. Τώρα, και μόνο τώρα, είναι η ευκαιρία στα χέρια μας. Να ανοίξουμε τον Λόγο του Θεού, που τον έχουμε κλειστό για εκείνα τα τελευταία χρόνια της ζωής μας που θα αραιώσουν οι δουλειές. Να δείξουμε στα παιδιά μας πως η αμαρτία δεν αστειεύεται, που δεν τους το δείχνουμε γιατί τα λυπόμαστε, γιατί είναι μικρά ακόμα. Να ζητήσουμε εκείνο το συγγνώμη που το χρωστάμε, αλλά τώρα πια ο άλλος μπορεί να το ξέχασε και τι να του το θυμίζουμε;
Να τακτοποιήσουμε τη σχέση μας με τον Θεό.
Να αποκτήσουμε μία προσωπική, αληθινή σχέση με τον Θεό.
Να Του ζητήσουμε συγχώρεση για τις αμαρτίες μας. «Ας εγκαταλείπει ο ασεβής τον δρόμο του, και ο άδικος τις βουλές του· κι ας επιστρέψει στον Κύριο, και θα τον ελεήσει· και στον Θεό μας, γιατί Αυτός θα συγχωρήσει άφθονα.» (Ησαΐας 55:7)
Να Του ζητήσουμε να καθαρίσει τη ζωή μας από περιττά, άσχετα πράγματα, που θα μείνουν πίσω.
Να αλλάξουμε πορεία.
Τώρα είναι η ώρα. Τώρα. Και μόνο τώρα.

2.Ο εγωισμός, ο μεγάλος υπεύθυνος.
Ο χρόνος είναι το αντίθετο του Θεού. Το περίμενε, το αύριο, το άσ’το. Ο Θεός είναι το τώρα και το πάντα. Ο άνθρωπος, ο προσωρινός, ο εύθραυστος, που δεν έχει το δικαίωμα, είναι εκείνος που θεωρεί πως έχει όλο το χρόνο δικό του.
Μας έφεραν στο σταθμό του τρένου, να διαλέξουμε κατεύθυνση.
Αυτό είναι όλη κι όλη η ζωή μας. Να πάρουμε μια απόφαση.
Ούτε πτυχία, ούτε λεφτά, ούτε δόξα.
Μας έφεραν στο σταθμό του τρένου κι άρχισε να περνά αργά η ώρα. Και ξεχαστήκαμε από τον αρχικό σκοπό μας και πιστέψαμε πως ο εαυτός μας, αυτός ο μικροσκοπικός, αυτό το μυρμήγκι μέσα στα δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια που πέρασαν και θα περάσουν από τη γη, είναι σημαντικός.
Για την ακρίβεια είναι Ο σημαντικός.
Και πήραμε τα μάτια μας από τα τρένα και φτιάξαμε σκηνές, εκεί πάνω στην αποβάθρα. Και οι σκηνές γέμισαν πράγματα, και χτίσαμε σπίτια, και το πιστέψαμε πως θα μείνουμε εκεί για πάντα. Και βγάλαμε ρίζες και κόλλησε η καρδιά μας εκεί, στη βρώμικη, στην προσωρινή, στη φτωχική αποβάθρα των τρένων.
Και ξεχάσαμε να διαλέξουμε. Και έγινε από μόνη της η επιλογή.
Διαλέξαμε την αποβάθρα.
Είμαστε εμείς το κέντρο του κόσμου μας.
Κι ένα ωραίο πρωί έρχεται ένα τηλεφώνημα, μία είδηση στο ραδιόφωνο, και λέει, σας τα παίρνουμε τα μισά σας τα λεφτά. Ή και όλα. Την υγεία σας δεν την έχετε πια. Φεύγουν τα παιδιά από δίπλα μας, χάνονται τα σπίτια και τα ακίνητα. Οι φίλοι βρίσκουν κάτι καλύτερο, κάτι που να τους ταιριάζει πιο πολύ.
Και τότε κλαίμε. Ποιος είσαι εσύ που μας τα παίρνεις; ρωτάμε τον καρκίνο, το κράτος, την αδικία.
Μα δεν είναι η αρρώστια που σε ληστεύει, ούτε το κράτος. Είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Άλλος είναι ο πιο Σημαντικός του κόσμου. Δεν είσαι εσύ. Ποτέ δεν ήσουν.
Γύρισε γύρω να κοιτάξεις, πόσο εύθραυστη είναι η ζωή που κατασκεύασες για τον εαυτό σου. Γύρισε και δες ποιος είναι στο κέντρο από κάθε απόφαση που παίρνεις, και νομίζεις κιόλας πως θυσιάζεσαι για τους άλλους. Αλλά όχι. Μόλις μας πονέσουν, μας ξεβολέψουν, μας κόψουν το νερό, μας χαλάσουν το πρόγραμμα, επαναστατούμε.
Κι αντί να κερδίσουμε το χρόνο μας, τον ξοδεύουμε, τον σκοτώνουμε, τον χάνουμε. Λέμε ψέματα στον εαυτό μας πως τα προβλήματά μας θα φύγουν από μόνα τους, αν τα αγνοήσουμε. Και στο μεταξύ, εμείς παίζουμε. Μπροστά στην τηλεόραση, τρώγοντας τα φαγητά μας, μέσα στα ακριβά μας αυτοκίνητα, μέσα στα πάθη και τις επιθυμίες μας. Κατευθύνουμε τη ζωή μας προς τον εαυτό μας αντί για να βρούμε κάποιο σκοπό που να αξίζει να ζήσουμε γι’ αυτόν.
Mementomori, έγραφαν οι Ρωμαίοι στα αγάλματά τους. «Να θυμάσαι πως θα πεθάνεις.» Το έγραφαν για να θυμούνται τη δική τους θνησιμότητα, παρ’ όλη τη δύναμη και τη δόξα τους, για να θυμούνται πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Ίσως ήθελαν να αποφύγουν την ύβρη. Ξέρουμε όμως πώς τελείωσε η ιστορία τους. Η ειρωνία της ανθρώπινης φύσης. Της αμαρτίας.
Γιατί δεν είχαν, μέσα στο πάνθεον των θεοτήτων που διάλεξαν από όλους τους λαούς που κατέκτησαν, έναν Θεό που να αξίζει να γίνει το κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου. Έναν Θεό που να είναι Αυτός ο Θεός και ο άνθρωπος άνθρωπος. Γιατί άλλο να θυμάσαι, κι άλλο να ετοιμάζεσαι.
Είναι ώρα τώρα να γυρίσουμε τα μάτια μας στον Κύριο όλης της γης, στον Δημιουργό του Σύμπαντος. «Στρέψτε το βλέμμα σας σε Μένα, και σωθείτε, όλα τα πέρατα της γης· επειδή, Εγώ είμαι ο Θεός, και δεν υπάρχει άλλος.» (Ησαΐας 45:22) Είναι ώρα να καταλάβουμε την προσωρινότητά μας. Και είναι ώρα να λογαριαστούμε με τον εαυτό μας, να αποφασίσουμε τι αξίζει πιο πολύ. Αυτή η ζωή με τα όσα, φτωχά, πικρά και περιορισμένα μπορεί να μας χαρίσει;
Ή ο αιώνιος Θεός, ο άγιος, ο γεμάτος καλοσύνη και χάρη;
Θα Τον κοιτάξουμε τώρα και θα προλάβουμε να Του ζητήσουμε να πάρει τη ζωή μας στα χέρια Του. Ή θα Τον κοιτάξουμε τότε, εκείνη την ημέρα, την τελευταία, παρά τη θέλησή μας, για πρώτη φορά. Και τότε, «πώς θα ξεφύγουμε, αν αμελήσουμε μια τόσο μεγάλη σωτηρία;» (Εβραίους 2:3)

3.Τα χέρια μας, όπλα σε αχρηστία.
Ποτέ δεν είναι τόσο ανήμπορος ο άνθρωπος, όσο όταν αντικρύζει τις τελευταίες στιγμές μιας ζωής. Ζωής αγαπημένης, ζωής φωτεινής, ζωής δυναμικής. Κι ωστόσο φτάνει στο τέλος της.
Τι είναι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να πεθαίνει;
Η αρρώστια; Η καρδιά του που σταματάει;
Αφελείς μας φαίνονται όλες αυτές οι απαντήσεις εκείνη τη στιγμή. Γιατί να πάρει την προηγούμενη ανάσα και όχι αυτή; Γιατί να μη συνεχίσει να αναπνέει, όπως ανέπνεε και χθες, και προχτές;
Ο μεγάλος εχθρός της ζωής. Ο θάνατος.
Αποτέλεσμα της δικής μας αμαρτίας, της δικής μας επιλογής.
Κι εμείς ανήμποροι, απλώς να κοιτάζουμε.
Σε βάζει σε σκέψεις το θέαμα αυτό. Για τι άλλο είμαστε ανήμποροι στη ζωή μας;
Αν ξαφνικά μια μέρα πέσει το ρεύμα και δεν ξανασηκώνεται και δεν διορθώνεται η βλάβη. Αν δεν λειτουργούν οι σωλήνες να φέρνουν στα σπίτια μας νερό. Αν κάτι πάει απίστευτα στραβά και μετά ό,τι και να κάνουμε στη ζωή μας δεν διορθώνεται. Αν καθυστερήσουμε να πατήσουμε το φρένο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου. Αν γίνει ένας σεισμός, ισχυρός, μια καταστροφή. Αν... αν... αν....
Μήπως τελικά όλα τα άλλα, ότι δήθεν μπορούμε αν προσπαθήσουμε και τρέξουμε πολύ, αν επιμείνουμε και ζητήσουμε με πείσμα να τα καταφέρουμε, να μας δώσουν αυτό που απαιτούμε, μήπως όλα αυτά είναι ένα ψέμα; Μήπως η αλήθεια είναι πως είμαστε τελείως ανήμποροι, τελείως ανίκανοι, στο έλεος Κάποιου;
Μήπως είναι ώρα να το πάρουμε απόφαση μια για πάντα πως ο Θεός κρατάει την κάθε μας στιγμή στο χέρι Του και πως όσο πιο γρήγορα αποφασίσουμε να αγαπήσουμε το θέλημά Του, τόσο πιο καλύτερα θα είναι για μας;
Τόσο πιο ασφαλείς θα είμαστε.
Τα χέρια μας, όπλα σε αχρηστία. Και δίπλα ο Κύριος περιμένει πότε θα Του ζήτήσουμε να πάρει Εκείνος το τιμόνι.
«Δείτε, τώρα, ότι Εγώ, Εγώ είμαι, και, δεν υπάρχει Θεός άλλος, εκτός από Μένα. Εγώ θανατώνω και ζωοποιώ· Εγώ πληγώνω και ιατρεύω. Και δεν υπάρχει κάποιος που να ελευθερώνει από το χέρι Μου.» (Δευτερονόμιο 32:39)
Ας το κάνουμε πριν έρθει η στιγμή που δεν θα έχουμε πια επιλογή.

4.Το άρωμα μιας ζωής.
Ο ληστής στο Σταυρό, πεθαίνοντας δίπλα στον Ιησού Χριστό, πρόλαβε και άρπαξε στις τελευταίες στιγμές της ζωής του τη σωτηρία (Λουκάς 23:39-46). Ο Κύριός μας του υποσχέθηκε μία θέση στον Ουρανό μαζί Του, την ίδια κιόλας μέρα. Ξέρουμε πως εξασφάλισε για την ψυχή του την αιωνιότητα.
Όμως, όπως και να το κάνουμε, άλλο άρωμα αφήνει πίσω του το λουλούδι που έχει σταθεί όλη μέρα στη γωνιά του δρόμου. Που μεγάλωσε, που θέριεψε, που έχει γίνει θάμνος και γεμίζει όλο το παρτέρι. Άλλο είναι το άρωμα μιας ζωής ολόκληρης που επέμεινε στις αξίες του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Άλλη είναι η μαρτυρία μιας πίστης με διάρκεια, μιας ζωής με συνέπεια, που πρόλαβαν οι άλλοι να τη δουν, να τη ζήσουν μαζί σου. Να θυμούνται  πάνω σου τον Χριστό.
Είναι μεγάλη ευλογία όσο πιο νωρίς μας βρει ο Χριστός, πριν η καρδιά μας σκληρύνει, πριν φορτώσουμε τη ζωή μας με αποφάσεις και με ανθρώπους έξω από το θέλημα του Θεού.
Μέχρι το τέλος Εκείνος περιμένει τη μετάνοιά μας, μέχρι το τέλος μας καλύπτει με το έλεός Του. Αλλά το άρωμα που θα μείνει πίσω μας δεν θα είναι κάτι που φτιάχτηκε μέσα σε μια νύχτα. Αυτό που θα διαρκέσει ύστερα από μας, θα το κατασκευάσουμε με προσοχή όσο ζούμε.
Το κατασκευάζουμε ήδη.
Θέλουμε να μας θυμούνται για το πόσα λεφτά είχαμε;
Για το πόσους φίλους; Για το πόσοι μας θαύμαζαν;
Για το σε πόσες δουλειές, σε πόσες δραστηριότητες ήμασταν ανακατεμένοι;
Τότε σε αυτά θα πρέπει να δαπανήσουμε το χρόνο μας.
Εκείνος όμως που θέλει να τον θυμούνται για τα γόνατά του, εκείνος που θέλει να μείνει πίσω του η προσευχή του, αυτός που θα αφήσει ένα κενό εκεί που ήταν η αγάπη του και η υπομονή και η πίστη, έχει έναν πολύ μεγάλο ανήφορο να περπατήσει.
Κι όμως, όταν φύγει, θα ψάχνουν όλοι να βρουν τον Χριστό του.
Και αυτό είναι ένα άρωμα που μένει και μένει για πάντα.
Είναι ένα άρωμα που οδηγεί στην Πηγή.

5. Η δική μου αναχώρηση.
Πώς να μη σκεφτεί κανείς τη δική του αντίστοιχη στιγμή; Πώς να μην αναρωτηθεί, να μην ετοιμαστεί, να μη σχεδιάσει, ύστερα από μία τέτοια εμπειρία;
Μόνο που δεν είναι δυνατόν κανείς ποτέ να σχεδιάσει την αναχώρησή του από αυτή τη γη. Ούτε το πώς ούτε το πότε. Μπορεί όμως να σχεδιάσει τον προορισμό του. Μπορεί να ετοιμαστεί κατάλληλα. Και μπορεί να αποφασίσει τον τρόπο.
Όχι τον τρόπο που θα πεθάνει, αλλά τον τρόπο που θα φύγει.
Ανεξάρτητα από μας, από τα σχέδιά μας, από τη σημασία που έχουμε ή που δεν έχουμε για τους άλλους μέσα στη μικρή κοινωνία που ζούμε ο καθένας, θα έρθει κάποτε η στιγμή. Η τελευταία, η υπέρτατη στιγμή.
Η στιγμή να πεθάνουμε.
Ζητάνε την ψυχή σου, θα μας πουν. Ήρθε η ώρα. «Αυτή τη νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου» (Λουκάς 12:19).
Και τότε, για εκείνη ακριβώς την στιγμή υπάρχουν δύο επιλογές.
Η μία είναι να μας τραβήξουν από τα μαλλιά κι εμείς να κλαίμε και να ουρλιάζουμε και να μπήγουμε τα νύχια για να πιαστούμε από κάπου, να μη μας πάρουν, όχι ακόμα, να ζήσουμε, να ζήσουμε κι άλλο.
Να φύγουμε με γεμάτες τις αποθήκες, αλλά με άδεια καρδιά, σαν τον πλούσιο της ιστορίας (Λουκάς 12:13-20). Να φύγουμε με την ψυχή μας γυμνή να ταξιδεύει στο άπειρο, στην αιωνιότητα, γδυμένη από όλα αυτά που μας έκαναν σημαντικούς, που μας έλεγαν ποιοι ήμαστε εδώ κάτω στη γη.
«Επειδή, τι θα ωφελήσει τον άνθρωπο, αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, ζημιωθεί όμως την ψυχή του; Ή, τι θα δώσει ο άνθρωπος σε ανταλλαγή τής ψυχής του;» (Μάρκος 8:36-37)
Υπάρχει όμως, ευτυχώς για μας, και μία ακόμα επιλογή.
Είναι εξαιτίας ενός άλλου αποτρόπαιου θανάτου που δόθηκε στο ανθρώπινο γένος αυτή η δεύτερη επιλογή. Δεν υπήρχε πάντα.
Εκείνος λοιπόν που πέθανε με αυτόν τον αποτρόπαιο θάνατο, ο Πρώτος, που άνοιξε το δρόμο και για μας, δεν πέθανε φωνάζοντας και κλαίγοντας να μείνει στη ζωή. Αντίθετα, συνάντησε το θάνατο όρθιος.
Πήγε να τον προλάβει. Να τον συναντήσει.
Χωρίς να φοβάται, ξέροντας τι κάνει, πού πάει.
Έχουν μείνει και οι τελευταίες Του λέξεις, και αυτές από μόνες τους τα λένε όλα: «και ο Ιησούς, αφού φώναξε με δυνατή φωνή, είπε: Πατέρα, στα χέρια Σου παραδίνω το Πνεύμα Μου. Και, όταν τα είπε αυτά, εξέπνευσε.» (Λουκάς 23:46)
Το έδωσε το Πνεύμα Του, δεν Του το πήραν. Και ήξερε σε Ποιον το αφήνει.
Το όνομά Του είναι Ιησούς Χριστός και όλοι ξέρουμε τη συνέχεια. Πώς ο θάνατος νικήθηκε εκείνη την ημέρα, πώς ο Χριστός έγινε ζωντανός από τους νεκρούς. Πρώτος Εκείνος, ύστερα εμείς.
Και οι ψυχές μας ντυμένες με τη χάρη Του, με τη συγχώρεσή Του, θα πάνε να Τον συναντήσουν. Καθαρές, πλυμένες.
Ο δεύτερος τρόπος.

6. Πείσμα.
Δεν είναι δυνατόν, πιστεύω, να δει ένας άνθρωπος πάνω σ’ εκείνο το πρόσωπο που αγαπάει τόσο πολύ να ζωγραφίζεται ο μεγάλος εχθρός της ζωής και να μην τον διαπεράσει ένα απίστευτο πείσμα.
Πείσμα εναντίον του. Πείσμα να τον πολεμήσει και να τον νικήσει. Το πείσμα της ζωής ενάντια στο θάνατο.
Βαστάει από την αυγή του κόσμου μας αυτό το πείσμα. Από όταν ο Θεός υποσχέθηκε στον άνθρωπο πως θα συντριφθεί το κεφάλι του φιδιού που έφερε στον κόσμο την υπέρτατη αρρώστια, την αμαρτία. «...και θα στήσω έχθρα ανάμεσα σε σένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της· αυτό θα σου συντρίψει το κεφάλι, κι εσύ θα του κεντήσεις τη φτέρνα.» (Γένεση 3:15). Δεν δημιουργήθηκε ο άνθρωπος για να ζει 70 χρόνια. Δημιουργήθηκε για να ζει για πάντα. Για να μην πεθαίνει ποτέ.
Δεν μπορεί παρά να αναστατώνεται, να αντιδρά μπροστά στη σκέψη και μόνο μιας ζωής που σταματάει.
Το Μάιο που μας πέρασε κατάλαβα τι είναι ο θάνατος.
Δεν είναι αυτό που ιδανικοποιούν οι ρομαντικοί ποιητές του Μεσαίωνα. Δεν είναι ένας ηρωικός τρόπος να αφήσει κανείς το πεδίο μάχης. Δεν είναι το μοναδικό τέλος που θα μπορούσε να δώσει ένας συγγραφέας σε μια τραγική ιστορία, μόνο για να εξιλεώσει τα εγκλήματα του χαρακτήρα του.
Είναι μία νίκη που χάθηκε.
Είναι ένας εχθρός που κέρδισε.
Είναι το αποτέλεσμα της αμαρτίας. «Επειδή, ο μισθός τής αμαρτίας είναι θάνατος· το χάρισμα όμως του Θεού αιώνια ζωή δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας.» (Ρωμαίους 6:23). Και αν όντως ο μισθός της αμαρτίας είναι ο θάνατος, τότε τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.
Γιατί αν αμαρτία σημαίνει αυτή η υπέρτατη ήττα της ζωής, αν η αμαρτία είναι αυτός ο απαίσιος, ο ανήλεος εχθρός, τότε δεν την έχουμε πάρει καθόλου στα σοβαρά.
Τότε δεν έχουμε βάλει πείσμα να την νικήσουμε.
Τότε δεν έχουμε θυμώσει μαζί της και μαζί με τον εαυτό μας που συνεχίζει να την κάνει.
Τότε όταν δικαιολογούμε την αμαρτία στον εαυτό μας, όταν της αλλάζουμε το όνομα και λέμε, ε, όλοι το κάνουν, σιγά το πράγμα ή, είχα νεύρα χτες, γι’ αυτό φέρθηκα έτσι, είμαι πιεσμένος, τότε αυτό που δικαιολογούμε είναι ο μεγαλύτερος, ο πιο αποτρόπαιος εχθρός μας.
Δεν έχουν όλοι το προνόμιο να πουν πως έχουν δει με τα μάτια τους αυτό που είδα το Μάιο που μας πέρασε. Δεν έχουν δει όλοι το πραγματικό πρόσωπο της αμαρτίας, δεν έχουν κοιτάξει στα μάτια τον εχθρό μας, το χρόνο.
Δεν έχουν καταλάβει πως τα μικρά ψέματα που λέμε στον εαυτό μας, τα δεν πειράζει και τα εντάξει, είναι θανατηφόρα.
Δεν έχουν καταλάβει πως όλη κι όλη η ύπαρξή μας μια μέρα θα συγκεντρωθεί στην ψυχή μας, γιατί θα αφήσουμε το σώμα μας πίσω. Και ό,τι έχουμε κάνει την ψυχή μας, μόνο αυτό θα μείνει.
Αν την έχουμε καθαρίσει, αν την έχουμε πλύνει με το αίμα του Χριστού, μόνο τότε θα ζήσει. Μόνο τότε θα ξεκινήσουμε για την αιωνιότητα σαν να ξεκινάμε το ταξίδι για το σπίτι.
Και τώρα είναι η ώρα να την πλύνουμε.
Κι αν νομίζουμε πως την έχουμε καθαρίσει, πως είναι όλα εντάξει, είναι τώρα η ώρα να την ελέγξουμε. Να ανοίξουμε εκείνα τα ντουλάπια που δεν επιτρέπουμε στον Κύριο να ξεσκονίσει. Να πετάξουμε πράγματα. Να ξεριζώσουμε. Να γκρεμίσουμε.
Και να αρχίσουμε να χτίζουμε ξανά από την αρχή, πάνω στον Ιησού Χριστό, τον ζωντανό, τον αναστημένο.

-Μάριος-Μυρτιά Φραγκοπούλου
Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ, Ιούνιος-Ιούλιος 2013, τεύχος 159
ύστερα από την αναχώρηση του πατέρα μας, Ορέστη Φραγκόπουλου