Γιατί φοβόμαστε;

Είναι γεγονός, και ας το ομολογήσουμε, πως η ζωή μας ολόκληρη είναι γεμάτη με φόβους, οι μέρες μας, οι ώρες μας, η κάθε μας κίνηση. Αποτελούν κυρίαρχο στοιχείο της ζωής μας οι φόβοι και είναι τρομερό να το λέμε και να το ομολογούμε. Κάθε μέρα υποφέρουμε και στενά­ζουμε από ποικίλους φόβους, από ποικίλες αιτίες. Αν μαζεύαμε τους φόβους μιας ζωής, θα διαπιστώναμε πως το μεγαλύτερο και το καλύ­τερο μέρος της είναι κυριολεκτικά τυραννισμένο από τους φόβους!
bird-silhouette-small
Εδώ όμως υπάρχει κάτι ακόμα πιο τραγικό. Φόβους είχαμε πριν πάμε στον Χριστό, τότε που ήμασταν στη ζωή της αμαρτίας, στη ζωή του σκοταδιού, στη ζωή της άρνησης. Φόβους όμως έχουμε και τώρα που έχουμε τον Χριστό στη ζωή μας, που λέμε πως πιστεύουμε και πως ζούμε την καινούργια ζωή. Πώς γίνεται αυτό;

Πίσω από τους φόβους
Αν θα θέλαμε να αναλύσουμε το θέμα των φόβων και να το δούμε ειλικρινά και κατάματα, θα βλέπαμε πως πίσω από τους φόβους υπάρχει μια ολόκληρη αλυσίδα. Φοβόμαστε γιατί θέλουμε! Θέλουμε κάτι συγκε­κριμένο, το θέλουμε πολύ και φοβόμαστε γι’ αυτό, μέσα στη σκέψη μας μυρμηγκιάζουν οι φόβοι και τα...
ενδεχόμενα.
Όμως αν πάμε λιγάκι πιο βαθιά, θα δούμε πως θέλουν οι ζωντανοί μονάχα, γιατί οι πεθαμένοι έπαυσαν να θέλουν οτιδήποτε. Επομένως φοβόμαστε επειδή θέλουμε, και θέλουμε επειδή είμαστε ακόμα ζωντα­νοί. Αν τούτο το συλλογισμό τον αναγάγουμε στην πνευματική σφαίρα, θα διαπιστώσουμε πως αυτό που κυριολεκτικά μας βασανίζει είναι ο παλιός μας ζωντανός εαυτός με «τα πάθη του και τις επιθυμίες του», που δεν τον καταδικάσαμε ακόμα, δεν. τον μισήσαμε, δεν τον απαρνηθήκαμε!
Δεν θέλουμε να χάσουμε αυτά που έχουμε, γι’ αυτό φοβόμαστε.
Δεν θέλουμε να πάθουμε όσα βλέπουμε γύρω, γι’ αυτό φοβόμαστε.
Δεν θέλουμε να υποφέρουμε όσα οι άλλοι, γι’ αυτό έχουμε φόβους.
Φοβόμαστε τους άλλους γύρω μας, τους βλέπουμε σαν απειλή, σαν εχθρούς, σαν αντίπαλους, αλλά και τον ίδιο μας τον εαυτό. Καμία εμπι­στοσύνη δεν του έχουμε. Τον φοβόμαστε ότι θα μας προδώσει, ότι θα υποχωρήσει, ότι δεν θα μπορέσει να μας στηρίξει.
Κάτι άλλο που φοβόμαστε πολύ συχνά είναι το μέλλον, το άγνωστο, το αύριο, αυτό που έρχεται και είναι μπροστά μας και που δεν το γνω­ρίζουμε. Κανείς ποτέ δεν είπε ότι φοβάται το χθες. Είναι ένα ξετυλιγ­μένο κουτί, ανοιχτό. Τώρα ξέρουμε τι έχει μέσα.
Αν θελήσουμε να δούμε πιο απλά τα πράγματα, θα συμφωνήσουμε πως μας γεμίζουν φόβοι για ενδεχόμενα, για απειλές, που ίσως έρχονται, που ίσως έχουν ξεκινήσει και ταξιδεύουν. Όμως τις πιο πολλές φορές δεν φτάνουν ποτέ σε μας, δεν πραγματοποιούνται, απλώς βιδώνονται για ένα διάστημα στο μυαλό μας για να μας τυραννούν και μετά εξανεμίζονται.
Θυμάμαι κάποιον που διηγόταν πως κάποιο βράδυ που έπρεπε να περάσει ένα άλσος για να πάει σπίτι του και ήταν πυκνό σκοτάδι, είδε ξαφνικά μπροστά του έναν κρεμασμένο από ένα δέντρο να κουνάει το σώμα του ο άνεμος. Έκανε την καρδιά του πέτρα, πήρε φόρα, πέρασε τρεχάλα και η ψυχή του κόντευε να λιώσει από το φόβο του. Την άλλη μέρα πηγαίνοντας στη δουλειά του απ’ τον ίδιο δρόμο πάλι έτρεμε στη σκέψη του κρεμασμένου, μέχρι που έφτασε στο ίδιο σημείο και είδε… μια σχισμένη εφημερίδα να την κυματίζει ακόμα ο άνεμος.
Φοβόμαστε, αλλά γιατί; Μήπως μας σπρώχνει κάποιος σε σκέψεις που δεν είναι αληθινές, σε ενδεχόμενα πλαστά, σε φόβους πλασμένους μό­νο και μόνο για να μας κάνουν να υποφέρουμε, αλλά που ποτέ δεν θα μας αγγίξουν; Μήπως είναι αυτός ο συγκεκριμένος εχθρός της ψυχής μας;
Θυμάμαι πολύ συχνά τα πιτσιρίκια μου στο σπίτι που βάζουν τις φωνές για ένα μυρμήγκι που περπατάει κάπου στο ταβάνι, και που χρειάζεσαι… τηλεσκόπιο για να το δεις, ενώ μπορεί να παίζουν άνετα με τα σπίρτα πάνω στη μοκέτα ή με το τραπεζομάχαιρο της κουζίνας χωρίς να φοβούνται τον πραγματικό, τον υπαρκτό, τον άμεσο κίνδυνο…
Ποιος μας σπρώχνει στους φόβους; Ποιος γεμίζει την ψυχή μας με αγωνίες; Γιατί υποφέρουμε τις πιο πολλές φορές χωρίς λόγο; Και αν σκεφτεί κανείς πως είμαστε τα παιδιά του Θεού, οι λυτρωμένοι Του, τότε πώς βρίσκουν τόπο στην ψυχή μας οι φόβοι και φωλιάζουν;
Πίστη δεν έχουμε, πίστη χρειαζόμαστε
Το θέμα των φόβων στη ζωή μας είναι θέμα βαθύ και πλατύ. Όταν δε επιπλέον αναφερθούμε και στη ζωή του πιστού παιδιού του Θεού, τότε γίνεται ακόμα πιο δύσκολη η περιοχή.
Αν κοιτάξουμε για λίγο μέσα μας, θα διαπιστώσουμε πως φοβόμαστε, αλλά όχι όλους, όχι τα πάντα. Φοβόμαστε μόνον όσα μας φαίνονται μεγάλα, βαριά, ασήκωτα, αξεπέραστα. Φοβόμαστε αφού συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τον κίνδυνο και δούμε πως εμείς, μόνοι μας, δεν τα βγάζουμε πέρα.
Εδώ πρέπει να τονίσουμε πως κάποιος που μας μισεί και μας ε­χθρεύεται έχει λόγους να γεμίσει την ψυχή μας με φόβους διογκώνοντάς μας τα ενδεχόμενα με ψέμα και υπερβολή. Μας κάνει «ενδοφλέ­βια ένεση» τις εισηγήσεις του και μας βασανίζει, γιατί αυτός είναι ο σκοπός του, να μας εξοντώσει, να μας καταστρέψει, αφού είναι ο ε­χθρός της ψυχής μας, ο «απαρχής ανθρωποκτόνος» διάβολος.
Ο φυσικός άνθρωπος έχει δίκιο να φοβάται, να τυραννιέται με φό­βους. Έμεινε άνθρωπος, έμεινε περιορισμένος, έμεινε αδύναμος. Ό,τι διαθέτει είναι δυο χεράκια, δυο ποδαράκια κι ένα μυαλουδάκι με κά­ποιες στροφές που παίρνει, όσες μπορεί βέβαια. Γύρω του βουνά, απει­λές, «λύκοι άρπαγες», σκληρή μεταχείριση, άδικες συνθήκες… Φοβάται, τρέμει και καλά κάνει, αφού είναι άνθρωπος, αφού έμεινε άνθρωπος, αφού είναι τόσο αδύναμος κι αναξιόπιστα τα στηρίγματά του και οι ελ­πίδες του.
Φεύγουμε από την περιοχή αυτή του ανθρώπου του φυσικού, του αλύτρωτου, και πηγαίνουμε στον πνευματικό άνθρωπο. Εδώ πρέπει να σταματήσουμε λιγάκι. Τι είναι το παιδί του Θεού, τι είναι ο πνευματικός άνθρωπος; Να ένα ερώτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε σοβαρά. Ο Λόγος του Θεού μας δίνει φως άπλετο γύρω απ’ αυτή την αλήθεια. Για το παιδί Του το λυτρωμένο δεν διστάζει ο Κύριος να πει:
«εγώ και ο Πατέρας μου θα έρθουμε και θα κατοικήσουμε μέσα σ’ αυτόν»
Ιωάννης 14:23
Αλλά και ο ίδιος ο λυτρωμένος μιλάει με τον ίδιο δοξασμένο τρόπο για τον εαυτό του:
«δεν ζω πλέον εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός»
Γαλάτες 2:20
Και: «Όλα τα μπορώ, διαμέσου τού Χριστού που με ενδυναμώνει»
Φιλιππησίους 4:13
Αυτός ο άνθρωπος ο πιστός του Χριστού, που εξωτερικά δεν φαίνεται να έχει τίποτα το ιδιαίτερο, είναι κάτι το μοναδικό, το ξεχωριστό, είναι παιδί του Θεού. Ο Θεός του Ουρανού, της δόξας, το αναγνωρίζει δικό Του, το απολαμβάνει, το ξεχωρίζει για τα αιώνια σχέδιά Του. Έχει τον Θεό μέσα του, έτσι μας βεβαιώνει ο Λόγος του Θεού, έχει τις δυ­νάμεις, τις δυνατότητες του Ουρανού στη διάθεσή του να τις χρησιμο­ποιήσει, να τις αξιοποιήσει. Όμως για όλα αυτά και ενώ όλα αυτά είναι τόσο αληθινά, για να γίνουν δικά μας χρειάζεται η πίστη. Να τα αγκαλιάσουμε διά της πίστεως, να τα αξιοποιήσουμε διά της πίστεως, να λειτουργήσουν πάνω μας και να τα απολαύσουμε διά της πίστεως. Δεν αρκεί που τα λέει ο Λόγος του Θεού, δεν αρκεί που τα υπόσχεται και τα προσφέρει ο Κύριος, δικά μας θα γίνουν μόνο διά της πίστεώς μας, πραγματικότητα θα γίνουν μόνον διά της πίστεως. Διαφορετικά θα μεί­νουν αλήθειες στο τυπωμένο χαρτί, στα κηρύγματα στα αυτιά μας … και τίποτα περισσότερο.
Εδώ υπάρχει μια σημαντική, πολύτιμη αλήθεια. Διά της πίστεως ο άνθρωπος ταυτίζεται με τον Θεό, γίνονται ένα. Ο Θεός κατοικεί μέσα μας και εμείς μέσα στη δόξα Του, μεταφερόμαστε στις δυνάμεις και απεριό­ριστες δυνατότητες της δόξας Του. Δεν είναι υπερβολή να πούμε και να αγκαλιάσουμε διά της πίστεως ότι είμαστε κατοικητήριο του Θεού μας, είμαστε ναός Του και Τον κουβαλάμε μέσα μας. Εκείνος δίνει τις μάχες μας, Εκείνος γεμίζει με δύναμη την ψυχή μας, Εκείνος φέρνει τη δόξα Του στη ζωή μας. Επομένως δεν κοιτάζουμε πάνω μας, αλλά κοιτάζουμε στον Κύριό μας. Δεν κοιτάζουμε πάνω μας, αλλά σ’ Αυτόν που κατοικεί μέσα μας διά της πίστεως. Διά της πίστεως εισερχόμεθα στον Ουρανό και έτσι δεν συγκρίνουμε τις δυσκολίες, τα προβλήματα ή τα βουνά με τον εαυτό μας, αλλά με τον Κύριο, που δίνει τις μάχες μας, που κατοικεί μέσα μας, που μας ενδυναμώνει. Η πίστη φέρνει τον Θεό στη ζωή μας, τον Θεό που φωτίζει, τον Θεό που αγαπά, τον Θεό που νικά, τον Θεό που μεγαλουργεί.
Παιδί του Θεού είναι μονάχα ο άνθρωπος της πίστεως. Μόνον αυτός μπορεί να αγκαλιάσει τον Θεό και να Τον απολαύσει.
Είναι φανερό πως για να νικήσει μια ψυχή τους φόβους της χρειάζεται πίστη, δηλαδή τον ζωντανό Θεό να δώσει τις μάχες της, να κερδίσει τις νίκες της, κι εκείνη να στηριχτεί ακλόνητη πάνω Του.
Ή φόβος ή πίστη, ποτέ και τα δύο!
Αυτό σημαίνει ότι ή θα μείνουμε μόνοι, χωρίς τον Θεό, άρα με τους φόβους μας, με τις συγκρούσεις μας, ή θα μείνουμε ενωμένοι με τον Θεό, επομένως νικητές και θριαμβευτές. Οι φόβοι νικιούνται από την πίστη. Γι’ αυτό ο Λόγος του Θεού το ξεκαθαρίζει, «μη φοβού, μόνον πίστευε!» (Μάρκος 5:36) Είναι σαν να λέει το Πνεύμα του Θεού: «μη φοβάσαι, αφού δεν είσαι μόνος, αφού έχεις τον Θεό μέσα σου, τις δυνάμεις του Ου­ρανού στη διάθεσή σου, εσύ μπορείς…, εσύ έχεις τη δύναμη, θα νική­σεις, προχώρα διά της πίστεως…».
Θυμάμαι τον μικρό Δαβίδ μπροστά στον μεγάλο Γολιάθ της Παλαιάς Διαθήκης. Τον είχε ήδη ξαπλωμένο κάτω και νεκρό μπροστά του διά της πίστεως. Τον έβλεπε έτσι. Δεν υπήρχε περιθώριο για φόβο. Φυσικά, αν σύγκρινες τις πλάτες τους, τις σωματικές τους δυνάμεις, τα όπλα τους, θα γελούσες. Ο Δαβίδ ήταν σίγουρα μια χαψιά για τον Γολιάθ. Όμως όχι. Δεν συγκρίνουμε το πρόβλημα με τον εαυτό μας, με τις δυνάμεις μας, αλλά μ’ Αυτόν που είναι δικός μας, ο Κύριός μας, και κατοικεί μέσα μας διά της πίστεως και μας ενδυναμώνει. Αυτός είναι ο Κύριός μας, που μας διευκρινίζει:
«Η βοήθειά μου έρχεται από τον Κύριο,
που έφτιαξε τον Ουρανό και τη Γη.
… δεν θα αφήσει να κλονιστεί το πόδι σου
ούτε θα νυστάξει Εκείνος που σε φυλάει…»
Ψαλμός 121:2,3
Όμως ας μην το λησμονούμε. Όλα αυτά υπάρχουν μέσα στον Λόγο του Θεού. Όλα αυτά είναι υποσχέσεις Του αληθινές, όμως για να γίνουν δικά μας, για να γίνουν πραγματικότητα για μας, χρειάζεται να τα αγκαλιάσουμε με πίστη, να τα χρησιμοποιήσουμε με πίστη, να τα κάνουμε δικά μας με πίστη.
Μη φοβού, μόνον πίστευε. Έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στους φόβους και στην πίστη. Εάν μείνουμε με τους φόβους μας, σημαίνει πως είμαστε μόνοι, χωρίς Θεό, χωρίς δύναμη, μόνο με τη σάρκα μας, το μυαλό μας, την πείρα μας, τη λογική μας. Και φυσικά φοβόμαστε, και είναι πολύ φυσικό… και είμαστε άξιοι της τύχης μας, αφού μόνοι μας το επιλέξαμε.
«Μόνον πίστευε», σημαίνει πως δεν χρειάζεται τίποτε άλλο, καμιά άλλη πηγή δύναμης, καμιά υποστήριξη. Μόνο η πίστη. Όχι και προσπάθειες, όχι και γνωριμίες, όχι και διασυνδέσεις… όχι ανθρώπινα στηρίγματα.
«Μη φοβού», σημαίνει αψήφησε τη σάρκα, αγνόησέ την, αδιαφόρησε για το πώς τα βλέπει, πώς σκέφτεται, πώς εκτιμά, πώς τα αξιολογεί. Καταδίκασε τη σάρκα και τον τρόπο της. Ας πεθάνει. Κάρφωσε τα μάτια σου στον Σωτήρα Ιησού Χριστό, στον ζωντανό Κύριο της ψυχής μας, τον Θεό μας. Εκείνος μπορεί, Εκείνος είναι ικανός κι εσύ μπορείς δι’ Αυτού «εν τη πίστει!»
«Μη φοβού μόνον πίστευε», είναι κάτι που το χρειάζεται ο Θεός, γιατί πάνω στην πίστη μας στηρίζεται, πατάει για να δείξει το μεγαλείο της δύναμής Του. Χωρίς τη δική μας πίστη, ο Θεός μας δεν μπορεί να φανεί δυνατός και δοξασμένος στη ζωή μας.
Είναι άλλη ζωή η ζωή της πίστεως. Ζωή δοξασμένη, ζωή θαυμάτων, ζωή απόλαυσης. Η θαυμάσια ζωή της πίστεως.
Έχουμε στη ζωή μας την πνευματική όσα αποκτήσαμε από την πίστη μας, και δεν έχουμε όσα δεν αγκαλιάσαμε διά της πίστεως. Ολόκληρο αυτό το θαύμα της λυτρωμένης ζωής του παιδιού του Θεού κλείνεται σε τούτη την απλή φράση: «εκ πάντων των φόβων μου με ελευθέρωσε» (Ψαλμός 34:4). Αυτή είναι και η ομολογία του κάθε λυτρωμένου πιστού Του. Μπορεί να γίνει ζωντανή ομολογία όλων μας, αν το ποθήσουμε ειλικρινά!
Ορέστης Φραγκόπουλος