Αγαπάνε τον κόσμο!


ΕΤΣΙ ΕΞΗΓΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Η πραγματικότητα είναι ότι:
Αγαπάνε τον κόσμο!


Για όσους δεν έχουν ακόμα καταλάβει τι συμβαίνει…
Για όσους δεν έχουν ακόμα καταλάβει ότι θερίζουμε…



   
Είναι πολύ φυσικό και φυσιολογικό. Παρατηρώ και κάπως παρακολουθώ με ενδιαφέρον τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, τους ανθρώπους γύρω μας. Τις κινήσεις τους, το περιεχόμενό τους, τη μέρα τους, τη ζωή τους, την εμφάνισή τους, τις αντιδράσεις τους. Παρατηρώ και σκέφτομαι, παρατηρώ και καταλαβαίνω.
Τι καταλαβαίνω; Αγαπούν τον κόσμο. Αυτό βγαίνει σαν συμπέρασμα από όλα αυτά που φτάνουν στα μάτια μου, στα αυτιά μου, που περνούν από τη σκέψη μου για τους γύρω μου, το περιβάλλον, τους πιστούς των ημερών μας. Αγαπούν τον κόσμο. Απλά και ειλικρινά, χωρίς αναστολές. Τον αγαπούν και το δείχνουν. Τον αγαπούν και δεν έχουν ενδοιασμούς, φόβους. Τον αγαπούν χωρίς να θέλουν ή να χρειάζονται να κρύψουν την αγάπη τους.

Τη φράση αυτή την έχω πει κι άλλες φορές, αλλά και την έχω ακούσει. Όμως στις μέρες μας θα την ακούμε ή θα τη σκεφτόμαστε ακόμα πιο συχνά και με τραγικό τρόπο. Τα παιδιά μας, οι νέοι μας, οι μεγαλύτεροι, οι γυναίκες, οι άντρες, το βλέπεις, αγαπούν τον κόσμο και τον θέλουν στη ζωή τους. Ο τρόπος που ντύνονται είναι κοσμικός. Το περιεχόμενο της μέρας τους, της σκέψης τους είναι κοσμικό. Θέλουν να ζήσουν αυτό που ζουν οι άλλοι, όπως το ζούνε όλοι. Έχουν όμως αναστολές, γιατί γνωρίζουν την αλήθεια, έχουν το φως του Θεού στη ζωή τους και καταλαβαίνουν και διακρίνουν. Αλλά η καρδιά τους αγαπάει τον κόσμο. Αυτό ακριβώς το ένα που μας καλεί και μας ειδοποιεί ο Κύριος να μην αγαπήσουμε, να μην προσκυνήσουμε, γιατί σκοτώνει και μάλιστα σκοτώνει αιώνια (Α΄ Ιωάννη 2:15-17).




«Μην αγαπάτε τον κόσμο, ούτε αυτά που υπάρχουν μέσα στον κόσμο. Αν κάποιος αγαπάει τον κόσμο, η αγάπη του Πατέρα δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτόν∙ επειδή κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο: η επιθυμία της σάρκας και η επιθυμία των ματιών και η αλαζονεία του βίου, δεν είναι από τον Πατέρα, αλλά είναι από τον κόσμο. Και ο κόσμος παρέρχεται και η επιθυμία του∙ εκείνος, όμως, που πράττει το θέλημα του Θεού, μένει στον αιώνα.»
 (Α΄ Ιωάννη 2:15-17)

«…δεν ξέρετε ότι η φιλία του κόσμου είναι έχθρα προς τον Θεό; Όποιος, λοιπόν, θελήσει να είναι φίλος του κόσμου, γίνεται εχθρός του Θεού.»
 (Ιακώβου 4:4)

«…εκείνα, που θυσιάζουν τα έθνη, τα θυσιάζουν στα δαιμόνια και όχι στον Θεό∙ και δεν θέλω εσείς να γίνεστε κοινωνοί των δαιμονίων.»
(Α΄ Κορινθίους 10:20)


                                                                    *****

Ας πούμε όμως μερικές αλήθειες γύρω από το τόσο σοβαρό αυτό θέμα.
Πρώτο και σοβαρότερο: ο κόσμος είναι ένα δαιμονικό, σατανικό κατασκεύασμα. Στα δαιμόνια θυσιάζουν οι κοσμικοί άνθρωποι (Α΄ Κορινθίους 10:20), τη ζωή που τους υπαγορεύουν τα δαιμόνια ζουν οι άνθρωποι της αμαρτίας, του κόσμου. Είναι ο κόσμος ένα σύστημα, ένας τρόπος ζωής μακριά και εναντίον του Θεού, που το κρατάει ο σατανάς στα χέρια του και με αυτό κλέβει τις καρδιές τους, τις μαγνητίζει, τις μεθάει. Όταν αγαπήσουν και προκρίνουν τον κόσμο του σατανά, εκείνος μπορεί να τους κάνει ό,τι θέλει με άνεση και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
Ο κόσμος είναι ένα ψέμα. Είναι στημένος στο ψέμα και φτιαγμένος από ψέμα. Ο κόσμος «παράγεται» (παρέρχεται), μας λέει η Αγία Γραφή. Οι άνθρωποι που αγαπούν τον κόσμο, στην ουσία αγαπούν ένα ψέμα ή πολλά ψέματα μαζί. Στηρίζουν τη ζωή τους στο ψέμα και τη χάνουν αιώνια μέσα στο σκοτάδι του ψέματος.



Ο κόσμος είναι το δόλωμα. Κρύβει, σκεπάζει, σκιάζει τον πραγματικό σκοπό, τον πραγματικό κίνδυνο: το ατσάλινο αγκίστρι του σατανά, που θα προσπαθήσει να σου βγάλει μ’ αυτό την ψυχή.
Δεν ξέρουν πολλοί ότι διαλέγοντας κάτι από την «πραμάτεια» του σατανά διαλέγεις και τον ίδιο για κύριό σου, αφεντικό σου. Την ώρα που διαλέγεις τον κοσμικό τρόπο -που δεν αφορά απλά κάποιες, αλλά όλες τις εκφάνσεις της ζωής του ανθρώπου: ντύσιμο, εμφάνιση, σπουδές, δουλειά, γάμος, οικογένεια, διασκέδαση, ελεύθερος χρόνος, φιλίες, ανθρώπινες σχέσεις, συμπεριφορές- στην πραγματικότητα διαλέγεις και τον σατανά που τον εμπνεύστηκε. Την ώρα που επιλέγεις τον κόσμο, διαλέγεις και τον σατανά που τον δημιούργησε και τον προσφέρει στους ανθρώπους για να τον αγκαλιάσουν και να εξαθλιωθούν σε αυτόν.



Δεν υπάρχει «αγαπάω λίγο τον κόσμο» και «αγαπάω πολύ τον κόσμο». Υπάρχει αγαπάω ή μισώ, αγκαλιάζω ή απορρίπτω. Υπάρχει προκρίνω ή καταδικάζω τον κόσμο και προσπερνάω.



                                                                   *****       

Αγαπάνε τον κόσμο. Αγαπάνε τον κόσμο του σατανά και θέλουν να τον γευθούν, να τον ζήσουν, να μεθύσουν με όλα αυτά που υπόσχεται ότι θα προσφέρει. Έχουν όμως ένα πρόβλημα όλοι αυτοί γύρω μας, που μπαινοβγαίνουν στις εκκλησίες μας, ακούν, συμφωνούν, παραδέχονται, αλλά αγαπούν τον κόσμο: Δεν χωράει αυτός ο κόσμος που αγαπούν στη «στενή πύλη και την τεθλιμμένη οδό», που μόνη αυτή, οδηγεί στον Ουρανό. Και επειδή το γνωρίζουν επιχειρούν να λύσουν το πρόβλημα αυτό με το γνωστό φάρδεμα του δρόμου της σωτηρίας. Φάρδεμα για να χωράει και ο κόσμος και τα του κόσμου. Και όχι μόνο προσπαθούν να κάνουν διαπλάτυνση, αλλά αγωνίζονται και να πείσουν και τους υπόλοιπους ότι δεν είναι τόσο στενός και ότι χωράει και άλλα διάφορα, που τα χαρακτηρίζουν αθώα και ανώδυνα.
Ειδικά αυτή είναι μια πολύ προκλητική και σατανική ενέργεια στις μέρες μας μέσα στις εκκλησίες των πιστών του Χριστού. Άνθρωποι προκλητικοί, χωρίς αναστολές, ζουν τη διπλή ζωή τους χωρίς ντροπή ανάμεσά μας και θέλουν να την επιβάλουν, θέλουν να τη νομιμοποιήσουν, να μας πείσουν ότι δεν είναι κοσμική η ζωή τους, ότι όλα επιτρέπονται, ότι η Αγία Γραφή δεν τα απαγορεύει…
Όταν το Άγιο Πνεύμα του Θεού λέει τόσο ξεκάθαρα «μην αγαπάτε τον κόσμο, ούτε αυτά που υπάρχουν μέσα στον κόσμο», είναι βέβαιο πως βλέπει πολύ πιο μακριά και γνωρίζει σε βάθος το θέμα. Αγαπώ τον κόσμο σημαίνει υπακούω και ακολουθώ το διάβολο. Τον κάνω κύριό μου και αυτός με ντύνει, με στολίζει, με διασκεδάζει, με κάνει όργανό του για τα σχέδιά του, δηλαδή του ανήκω. Γνωρίζει επίσης πολύ καλά το Πνεύμα του Θεού τι θα πει «αγαπώ τον κόσμο», γιατί είναι «ευρύχωρος ο δρόμος που φέρνει στην απώλεια» (Ματθαίος 7:13). Και είναι αιώνια αυτή η απώλεια.
Αγαπάνε τον κόσμο. Και εδώ βρίσκεται το δράμα που ζουν οι γνήσιοι πιστοί του Χριστού. Πώς να μιλήσεις σε αυτούς τους ανθρώπους; Πώς να τους ζυγώσεις και να τους δείξεις το λάθος που κάνουν, την παγίδα που τους έχει στηθεί; Τους μιλάς γεμάτος πόνο και αγωνία για τα άγια του Κυρίου και αυτοί σε κοιτάζουν απορημένοι και χαμογελούν με κατανόηση. Θα ακούσουν όσα τους λες, αλλά θα κάνουν αυτό που υπαγορεύει η αγάπη της καρδιάς τους. Και η καρδιά τους προκρίνει και αγαπάει τον κόσμο. Εσύ μπορεί να πονάς και να αποδεικνύεις μέσα από την Αγία Γραφή του Κυρίου ότι η αγάπη για τον κόσμο σκοτώνει αιώνια, όμως δεν θα έχεις ανταπόκριση καμιά. Μπορεί να σε ακούνε, να νιώσουν ότι αποστομώνονται και να μένουν χωρίς επιχειρήματα, αλλά όταν έρθει η ώρα να φερθούν, θα φερθούν κοσμικά, όταν έρθει η ώρα να επιλέξουν, θα διαλέξουν το κοσμικό. 



Το σημαντικότερο όλων βρίσκεται σε τούτο το σημείο:
-          Όποιος αγαπάει τον κόσμο είναι εχθρός του Θεού.
-          Όποιος αγαπάει τον κόσμο χάνει την αγάπη του Πατέρα Θεού.
(Ιακώβου 4:4, Α΄ Ιωάννη 2:15)

Αυτό που ο Κύριός μας παραγγέλλει είναι να ζήσουμε μια ζωή ξεχωρισμένη, αλλιώτικη, διαφορετική από αυτήν που ζει ο κόσμος της αμαρτίας και της αποστασίας. Γι’ αυτό έτρεξε το αθώο αίμα του Ιησού Χριστού, για να μη ζούμε πια για τον εαυτό μας, για να μη ζούμε όπως και «τα άλλα έθνη», που δεν γνωρίζουν τον Θεό, για να μη ζούμε σύμφωνα με τις κοσμικές επιθυμίες του αιώνα αυτού. Δεν μπορεί να πάει κάποιος στον Χριστό και να έχει μέσα στην καρδιά του αγάπη για τον κόσμο. Δεν θα πάρει ποτέ του Χριστό, δεν θα πάρει ποτέ αναγέννηση, δεν θα απολαύσει αιώνια ζωή.
Κάποιοι θέλουν να έχουν την πρόσκαιρη απόλαυση της αμαρτίας, αλλά και τον Χριστό για να τους βοηθά, να τους συγχωρεί και μια μέρα να τους βάλει «από το παράθυρο» στη Βασιλεία Του. Θα ήθελα μόνο και είμαι υποχρεωμένος από το Πνεύμα του Θεού, να τους θυμίσω ότι χωρίς τον αγιασμό κανένας δεν θα δει το πρόσωπο του Θεού (Εβραίους 12:14) και αγιασμός θα πει ζωή ξεχωρισμένη για τον Κύριο, ζωή ξεχωρισμένη από το πνεύμα και το ρεύμα του κόσμου της αμαρτίας και της αποστασίας.      

Άρθρο του Ορέστη Φραγκόπουλου