Ποιοι είμαστε

ΚΡΥΜΜΕΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
 Ποιοι είμαστε

 

Γιατί δεν προτιμάτε να αδικείστε; 
(Α΄ Κορινθίους 6:7)

 

Πολύ μεγάλη σύγχυση και συζήτηση υπάρχει γύρω από το θέμα της ταυτότητας του χριστιανού ανθρώπου σε σχέση με τους γύρω του. Τι είναι αυτό που τον ξεχωρίζει; Και πρέπει να υπάρχει κάτι που να τον ξεχωρίζει; 
Ας πούμε πως ο χριστιανός είναι ένας καλός άνθρωπος. Αυτό δεν τα λέει όλα; Α, μα αυτή είναι ερώτηση-παγίδα. Γιατί ποιος είναι ο καλός άνθρωπος; 
Τις στιγμές που γράφονται αυτές οι γραμμές, το Παρίσι θρηνεί τους νεκρούς του. Η Βηρυτός το ίδιο. Οι βαρκούλες με τους μετανάστες συνεχίζουν να αναποδογυρίζουν στο Αιγαίο, κι όσο πλησιάζουν οι γιορτές, τόσο πληθαίνουν και τα παιδάκια με ακορντεόν μέσα στο τρένο. Σε όλα αυτά τα σενάρια υπάρχει η ίδια απορία: ποιος φταίει. Ποιος έφταιξε και είναι έτσι ο κόσμος μας; Μήπως θα μπορούσαμε να τα έχουμε αποφύγει όλα αυτά; Πάντα, βέβαια, η απάντηση θα είναι πολύ εύκολη και γρήγορη, το δάχτυλο τεντωμένο. Να, αυτός φταίει, αυτός και αυτοί, οι μεγάλοι, οι απατεώνες, οι πολλοί.


Ξεκινήσαμε αυτό το συλλογισμό για να βρούμε τι σημαίνει καλός άνθρωπος, και αν γίνεται, τι σημαίνει «χριστιανός». Ως λέξη δεν λέει και πολλά πια, γιατί την έχει πάρει και εκείνος που εκμεταλλεύεται, και εκείνος που μαζεύει λεφτά και εκείνος ακόμα που σκοτώνει, είτε με τα λόγια του είτε με τις πράξεις του. Στο όνομα του Χριστού πολλά γίνονται και δεν είναι ο χαρακτηρισμός «παιδί του Θεού» ή «χριστιανός» ή «της εκκλησίας» κάτι πίσω από το οποίο μπορεί ένας γνήσιος πιστός του Κυρίου να σταθεί πλέον. Για την ακρίβεια, πολλές φορές μπορεί και να ντρέπεται που τον συγκαταλέγουν με αυτούς που φέρουν αυτά τα ονόματα.
Ντρέπεται να πει πως είναι από αυτούς, πως έχει καθίσει στο ίδιο τραπέζι με τους εχθρούς του Θεού, πως έχει σφίξει το χέρι ανθρώπων που μίλησαν με λόγια σωστά αλλά έκαναν τα αντίθετα. Μα, κι εκείνοι χριστιανοί λένε ότι είναι, και παιδιά του Θεού. Πηγαίνουν μάλιστα στην ίδια εκκλησία. Κι εκείνοι λένε πως είναι της αλήθειας.
Το τι λένε δεν σημαίνει τίποτα, αλλά επειδή το λένε, η ζημιά έχει ήδη γίνει.
Άλλο, λοιπόν, πρέπει να βρούμε.

Να πούμε καλός άνθρωπος, ηθικός, δίκαιος, είναι ο άνθρωπος του Θεού. Δεν θα σκότωνε ποτέ αθώους, για παράδειγμα, σε μία τρομοκρατική επίθεση. Αντίθετα, θα πήγαινε να βοηθήσει, ακόμα και να θυσιαστεί. Αν είχε στα χέρια του την εξουσία των αποφάσεων που έχουν οι πολιτικοί ή οι πλούσιοι, θα φρόντιζε για το καλό τής ανθρωπότητας. Θα φερόταν δίκαια. Θα νοιαζόταν για τους άλλους.
Πολύ ωραία όλα αυτά, και σωστά. Το αν γίνονται στην πραγματικότητα είναι αβέβαιο, αλλά δεν μας απασχολεί αυτό τώρα. Μας απασχολεί άλλο, πιο βαθύ, πιο βαρύ. Πιο μέσα. Στην καρδιά αυτού του ηθικού και δίκαιου ανθρώπου τι γίνεται; Τι γίνεται με την «αλαζονεία του βίου», για παράδειγμα, όταν έρχεται μια φωνή και του λέει: «είσαι από τους κορυφαίους που πάτησαν ποτέ το πόδι τους στον πλανήτη.» Και το πιστεύει. Και η λογική λέει, ναι, γιατί να μην είμαι; Οι άλλοι είναι καλύτεροι από μένα;
Τι γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες, όταν είναι μόνος του με τη γυναίκα του, και είναι κουρασμένος; Τι γίνεται όταν κάποιος τον προσβάλλει; Τι γίνεται όταν νιώσει πως θίγεται;
Ή όταν έρχεται η σκέψη: «έτσι είναι το δίκαιο, έτσι είναι το σωστό.» Ή, πιο επίκαιρα: «Μ’ αδίκησαν, μου έκλεψαν, με σκότωσαν.» Και έχει δίκιο αυτός που το λέει. Και σε αδίκησαν, και σε έκλεψαν και θα σε καταστρέψουν στην πρώτη ευκαιρία. Έτσι λειτουργεί αυτός ο κόσμος, όσο κι αν θέλουμε να ελπίζουμε το αντίθετο. Είναι σωστό, λοιπόν, να σκεφτόμαστε έτσι; Είναι λογικό. Είναι αυταπόδεικτο. Είναι οφθαλμοφανές πως έτσι είναι τα πράγματα.
Αλλά είναι ο τρόπος που θα ήθελε ο Θεός να σκέφτεται το παιδί Του;

Γιατί δεν προτιμάτε να αδικείστε; Γιατί δεν προτιμάτε να αποστερείστε;
Δεν ξέρετε ότι οι άδικοι δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία τού Θεού; Μην πλανιέστε• ούτε πόρνοι ούτε ειδωλολάτρες ούτε μοιχοί ούτε κίναιδοι ούτε αρσενοκοίτες, ούτε κλέφτες ούτε πλεονέκτες ούτε μέθυσοι ούτε κακολόγοι ούτε άρπαγες δεν θα κληρονομήσουν τη βασιλεία τού Θεού.
Και μερικοί υπήρξατε τέτοιοι• αλλά λουστήκατε, αλλά αγιαστήκατε, αλλά δικαιωθήκατε, στο όνομα του Κυρίου Ιησού, και με το Πνεύμα του Θεού μας.

Α΄ Κορινθίους 6:7-11

Πόσο βαριά και δύσκολα φαίνονται αυτά που λέει ο Λόγος του Θεού, και πόσο γλυκά και ζεστά συγχρόνως, αν έχει μάθει κανείς πώς να τα διαβάσει.
Κάποιος που θα ξεκινούσε από την αρχή, από εκείνο το «γιατί δεν προτιμάτε να αδικείστε;» ίσως μπερδευόταν. Αλλά δεν θα έπρεπε.
Αν μη τι άλλο, αυτός είναι ο πραγματικός χριστιανισμός, το να ακολουθήσει ο άνθρωπος, όχι με δικές του δυνάμεις, γιατί δεν μπορεί, αλλά με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, το ίδιο το μονοπάτι, τις πατημασιές του Ιησού Χριστού. Ο οποίος άδικα κατηγορήθηκε και χλευάστηκε και σταυρώθηκε για αμαρτίες που δεν έκανε. Ο οποίος μισήθηκε και κυνηγήθηκε και δεν είχε πού να ακουμπήσει το κεφάλι του στη διάρκεια της διακονίας Του εδώ κάτω στη γη. 
Άδικα.
Πιο άδικα δεν υπάρχει.
Και μόνο μελετώντας αυτό το παράδειγμα θα πρέπει να μας έχει λυθεί η απορία. Και θα πρέπει να έχουμε βαθιά καταλάβει πως οποιαδήποτε μεμψιμοιρία και παράπονο και θλίψη, που ανεβαίνει στην καρδιά μας επειδή «αδικούμαστε», είναι αμαρτία. Πρώτον επειδή καμία αδικία που θα υποστεί ποτέ κανένας άνθρωπος πάνω στη γη δεν θα μπορέσει να συγκριθεί με την αδικία που σήκωσε Εκείνος, ο άνομος, ο αναμάρτητος πάνω στους ώμους Του. Αλλά και επειδή σημαίνει πως δεν υπάρχει η νέα ζωή, η καινούργια, η μη-ανθρώπινη του Ιησού Χριστού μέσα μας, αλλά υπάρχει η παλιά, η ανθρώπινη, που αδικείται και θίγεται και πονάει.
Η φύση τού Χριστού, το είδαμε, γιατί το έζησε ο Ίδιος τρία χρόνια εδώ κάτω, δεν μάχεται για το δίκιο της. Το αντίθετο. Παραδίδει τον εαυτό της σ’ Εκείνον που κρίνει δίκαια (Α΄ Πέτρου 2:23). Και εκεί τελειώνει το θέμα.
Ούτε να ψάξουμε να βρούμε ποιος φταίει και πού έφταιξε και τι μας έκανε, ούτε να το συζητήσουμε, ούτε να παραπονεθούμε. 
Προτιμά να αδικείται. 
Προτιμά να αδικείται παρά να φερθεί με τρόπο που προσβάλλει τον Κύριο. Προτιμά να αδικείται παρά να δείξει έναν χαρακτήρα που δεν είναι χαρακτήρας Χριστού. Προτιμά να αδικείται και να αγαπάει, και να χαίρεται, και να αφήνεται στα δυνατά χέρια του Κυρίου.
Πώς ο απόστολος Παύλος να μην το ρωτήσει σαν απορία; Χριστιανός και να μην προτιμά να αδικείται όπως ο Κύριός του, κι αντί γι’ αυτό να προτιμά έριδες και τσακωμούς και να στήνει δικαστήρια για να βρει το δίκιο του; Μα δεν είναι χριστιανός αυτός. Δεν έχει καμία μα καμία σχέση με τον Χριστό τού σταυρού και της ανάστασης.

Κι όμως, αυτά τα παραπάνω, τα αληθινά και τα βιβλικά, δεν είναι η σωστή ανάγνωση του θέματος. Δεν ξεκινάει από το παράδειγμα του Χριστού η συμπεριφορά μας, δεν ξεκινάει από τον Γολγοθά τού Κυρίου η δική μας ζωή.
Ξεκινά από τον δικό μας Γολγοθά.
«Και μερικοί υπήρξατε τέτοιοι.» Πόσο γλυκός ο Λόγος του Θεού, για να μην παρεξηγηθούμε, μας λέει «μερικοί». Και λέει «τέτοιοι», ότι δηλαδή δεν ήμασταν όλοι, από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο γεμάτοι από πάνω ως κάτω βρομιά. Μα ήμασταν τέτοιοι και χειρότεροι, το ξέρουμε, αν μπορούμε να κοιτάξουμε με ειλικρίνεια τον εαυτό μας. Κι ακόμα είμαστε, γιατί πρέπει κι άλλο να δουλέψει πάνω μας ο Κύριος μέχρι να μας αγιάσει και να μας φτάσει σε μέτρο ηλικίας του πληρώματος του Χριστού. Αλλά η αμαρτία έφυγε για πάντα από το παιδί το γνήσιο του Θεού, το λουσμένο, το καθαρισμένο, το δικαιωμένο.
Δεν λέει «συγχωρηθήκατε».
Αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Λέει «δικαιωθήκατε». Δηλαδή έγινε η δίκη, κι αποφάσισε ο κριτής πως δεν είστε ένοχοι. Βγήκατε αθώοι από αμαρτίες που πράξατε, και ζήσατε μέσα σ’ αυτές και ανέβηκαν στην καρδιά σας.
Μα πώς;
Στο όνομα του Ιησού Χριστού. Αυτό τα λέει όλα. Στο όνομα του Ιησού, και της αδικίας που Του έγινε για να μας σώσει. Αν τα πάρουμε αυστηρά τα πράγματα, άδικα δικαιωθήκαμε. Δεν ήταν αυτό το σωστό, δεν ήταν λογικό. Δεν έπρεπε να δικαιωθούμε. Έπρεπε να πληρώσουμε γι’ αυτά που είπαμε πίσω από την πλάτη τού γείτονα και που πληγώσαμε το φίλο μας και που κλέψαμε την εφορία. Κι αυτά είναι τα ελαφριά. Έχει τόσα, τόσα άλλα. Που αγνοήσαμε για τόσα χρόνια τον Κύριο, κι Εκείνος μας πότιζε με βροχή και μας τάιζε με φαγάκι τρεις φορές τη μέρα και μας περίμενε. Και μας έκανε καλά τότε στο νοσοκομείο, κι εμείς γυρίσαμε στη ζωούλα μας, χωρίς να Του πετάξουμε ούτε ένα ευχαριστώ.
Κι όμως τα ξέχασε. Κι όμως προτίμησε να φερθεί άδικα στο δικό Του το παιδί, αντί να φερθεί δίκαια σε σένα και σε μένα.
Κι εμείς δεν μάθαμε από τη συμπεριφορά Του προς εμάς να προτιμάμε να αδικούμαστε, γιατί εκεί είναι η δόξα η μεγάλη και η αρχοντιά.  Εκεί είναι το πλησίασμα στον θεϊκό τρόπο.
Γιατί δεν το μάθαμε;
Μα δεν πήραμε από τα χέρια Του σωστά τη δικαίωση. Δεν πήγαμε στον δικό μας Γολγοθά με σωστή μετάνοια. Είπαμε στον εαυτό μας, δεν ήμουν και τελείως άδικος, είχα και κάποια καλά. Κι αν δεν μας διέγραψε πολλά ο Κύριος με τη δικαίωσή Του, αν δεν ξέχασε πολλά, πάρα πολλά, όλα όσα ήμασταν και είχαμε κάνει μακριά Του, τότε πώς να μάθουμε κι εμείς τον ίδιο τρόπο σκέψης και συγχώρησης;
Πώς να ζήσουμε μια τέτοια αγάπη, αφού ποτέ δεν την λάβαμε;
Από το «λουσθήκατε» και «δικαιωθήκατε» να αρχίσουμε και από τις προϋποθέσεις που κρύβουν αυτές οι γλυκές, θαυμάσιες, θεϊκές λέξεις. Λουσθήκαμε από τι; Ας κοιτάξουμε τον εαυτό μας λίγο πιο προσεκτικά, κι ας δούμε αν φτάσαμε ποτέ στο σημείο να πρέπει κάποιος να μας λούσει για να φύγει σαν δεύτερο δέρμα ο άνθρωπος της αμαρτίας που κουβαλούσαμε. Κι ας το ξανακάνουμε. Και πάλι. Και ξανά, μήπως δεν τα είχαμε δει όλα εκείνη την πρώτη στιγμή της μετάνοιας, και πρέπει κι άλλο κι άλλο.

Η αγάπη… δεν χαίρεται στην αδικία, συγχαίρει όμως στην αλήθεια. 
                                                          Α΄ Κορινθίους 13:4-6

Αυτή είναι η αλήθεια: πως ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει αμαρτωλούς, εκ των οποίων πρώτος είμαι εγώ. (Α΄ Τιμόθεον 1:15)
Ένας πιστός άνθρωπος λέει πως αυτό το «εκ των οποίων πρώτος είμαι εγώ» το έλεγε ο απόστολος Παύλος επειδή δεν είχε γνωρίσει τον ίδιο. Κι όμως, υπάρχει πιο μεγάλος αμαρτωλός και από τους δύο. Είμαι εγώ. Και, ναι, είσαι εσύ. Αυτή είναι η αλήθεια.
Ήμουν όμως, και ήσουν αμαρτωλός. Είμαστε δικαιωμένοι, άγιοι μπροστά στα μάτια του Κυρίου από τώρα. Μας βλέπει ως άγιους, καθαρούς, όσους περάσαμε από τον σταυρό του Χριστού και τον κάναμε δικό μας. Και γινόμαστε όλο και πιο άγιοι και πιο καθαροί με κάθε μέρα που περνάει. Εκείνος μας βλέπει τελειωμένους, αλλά για μας η τελείωση είναι μία εν δυνάμει κατάσταση, που πρέπει να πολεμήσουμε για να την αποκτήσουμε. Μα δεν ξεχνάμε από πού ξεκινήσαμε. Και σκύβουμε το κεφάλι ταπεινωμένοι με τόση ευγνωμοσύνη, που μας πνίγει την ανάσα. 

Ποιος πρώτος έδωσε κάτι σ’ Αυτόν για να του γίνει ανταπόδοση;
                                                                 Ρωμαίους 11:35


Η αδικία που βλέπουμε στον κόσμο μάς πονάει, κι έτσι πρέπει. Όμως μήπως μας πονάει πιο πολύ όταν χτυπά τη δική μας πόρτα, παρά του διπλανού μας; Αυτό σημαίνει πως είναι ζωντανός ακόμη ο σαρκικός άνθρωπος μέσα μας, κι εκείνος είναι που πληγώνεται και νιώθει την αδικία στο πετσί του.
Και πως πιστεύουμε πως κάτι καλύτερο αξίζουμε. Πως έχουμε κι εμείς κάποια αξία μπροστά στον Θεό. Ενώ δεν έχουμε. Εκείνος διαλέγει και δίνει αξία σ’ ένα κουρέλι που βρήκε πεταμένο στη λάσπη. Και το κάνει πρίγκιπα και βασιλιά. Και η αξία, η δόξα και η τιμή, είναι δικά Του, που διάλεξε τέτοιο σκεύος να σώσει και να καθαρίσει.
Το ότι είμαστε εμείς τα σκεύη, μέσα από τα οποία δοξάζεται ο Γιος του Θεού, είναι κάτι το οποίο δεν έχει να κάνει μ’ εμάς, αλλά αποκλειστικά με τον χαρακτήρα τού Θεού. Για τι, λοιπόν, να καυχηθούμε, παρά μόνο στις αδυναμίες μας; Στους διωγμούς, στις στερήσεις, στις αδικίες. Γιατί όσο πιο μικροί είμαστε εμείς, τόσο πιο μεγάλος φαίνεται ο Κύριος μέσα από εμάς. 

Να, λοιπόν, μια φράση του Λόγου του Θεού, που μπορούμε να χρησιμοποιούμε. Για λίγο, βέβαια, μέχρι να την πιάσουν κι αυτή στο στόμα τους οι άνομοι και την φθείρουν, όπως φθείρονται τα πάντα σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο Λόγος όμως του Κυρίου μένει στον αιώνα. 
«Είμαστε αυτοί που προτιμούν να αδικούνται.» Δεν είμαστε κορόιδα, κι ας μας φερθούν έτσι. Είμαστε σοφοί. Είμαστε έξυπνοι. Γιατί βλέπει Κάποιος πόσο και πότε αδικούμαστε. Και αφήνουμε στα δικά Του, τα άγια χέρια, τη δικαιοσύνη. Προτιμάμε να αδικούμαστε και να Τον εμπιστευόμαστε. Προτιμάμε να αδικούμαστε και να είμαστε αναπαυμένοι. Εξάλλου, χίλιες φορές προτιμάμε τη δικαιοσύνη Εκείνου που ξέχασε τις αμαρτίες μας, από τη δικαιοσύνη αυτού του κόσμου.

Πιο πολύ απ’ όσο εμείς ποτέ θα κλάψουμε σ’ αυτόν τον κόσμο πόνεσε και πονάει Εκείνον η δική μας αδικία, η προσωπική, του καθενός. Κι αν δεν αρχίσουμε από αυτήν, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να ακολουθήσουμε στα ίχνη Εκείνου που άλλαξε, και έσωσε, τον κόσμο.